γράφτηκε
Unknown
9.10.15
-
1
Comments
Ο Ναζισμός βρήκε έδαφος και αναπτύχθηκε για έναν πολύ απλό λόγο: Ναζιστής γεννιέσαι δεν γίνεσαι. Δεν έχει γεωγραφικό προσδιορισμό αλλά ούτε και συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να ανδρωθεί. Ο Χίτλερ και το επικοινωνιακό επιτελείο του πήρε το χαλασμένο γονίδιο που κουβαλάει ο εκ γενετής Ναζιστής, το έκανε πολιτική γραμμή και φυσικό ήταν να ακολουθήσουν μετά λατρείας εκατομμύρια ανά τον κόσμο τη νέα "θεωρία" του αλαζόνα ηλίθιου. Όσα εκατομμύρια αλαζόνες ηλίθιοι τόσο και το ποσοστό των Ναζιστών. Όταν βρουν "ηγέτη" τότε ομαδοποιούνται κάτω από την προστασία του και το ελαττωματικό τους κύτταρο γίνεται το μοναδικό που φέρουν ως ζώντες οργανισμοί.
Για το λόγο αυτό ο Ναζισμός ποτέ δεν πέθανε και ούτε θα πεθάνει εκτός κι αν με ένα θαύμα αφαιρεθεί το κύτταρο πριν το δίποδο βγει στον κόσμο και προσγειωθεί στην μοναδική λογική που πρέπει να υπάρχει, δηλαδή ότι κανείς δεν είναι τίποτε παραπάνω από τον διπλανό του και ότι δεν είναι νόμος της φύσης το ο,τιδήποτε σε ενοχλεί ή αποδεικνύει με την παρουσία του την αλαζονική ηλιθιότητά σου πρέπει να το εξαφανίσεις από προσώπου γης.
Ο Χίτλερ ηττήθηκε όμως ο Ναζισμός ποτέ. Κυκλοφορούσε και κυκλοφορεί με την ίδια άνεση που κυκλοφορούσαν οι Γερμανοί με τη μπότα και την σβάστικα στο μπράτσο. Στις μεταχιτλερικές εποχές υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι του δημόσιου λόγου που είχαν πιάσει το πρόβλημα του Ναζισμού ως φαινόμενο που δεν έχει εξαλειφθεί. Μάλιστα, είχαν το θάρρος να δημοσιοποιούν τον χαρακτήρα του Ναζιστή ονοματίζοντάς τον "εθνικιστή" διότι τα χρόνια που έγραφαν ο Ναζισμός είχε κρυφτεί πίσω από τη μάσκα του "εθνικισμού", του "καθωσπρεπισμού", της "νοικοκυροσύνης" και βέβαια του αντικομουνισμού.
Ο μεγαλύτερος "γραφιάς" της ιστορίας του ελληνικού Τύπου ήταν ο Δημήτρης Ψαθάς, ο οποίος με χιούμορ έδωσε σε ένα από τα καλύτερα χρονογραφήματά του το στίγμα του Ναζιστή που κυκλοφορεί ελεύθερος και συνεχίζει να πράττει ό,τι έπρατταν τα είδωλά του λίγα χρόνια πριν την δημοσίευση του κειμένου.
Είμαστε στην Αθήνα, την δεκαετία του '60. Ο Ναζισμός έχει ηττηθεί ή έτσι νόμιζαν οι "απελευθερωμένοι" Έλληνες.
Του Δημήτρη Ψαθά
Ο κύριος που όρμησε στο τραμ ήταν απ’ τους πιο επιβλητικούς κυρίους που είχα δει ποτέ. Φορτωμένος ως τα μπούνια με δώρα και ψώνια πρωτοχρονιάτικα δεν είχε χάσει τίποτ’ απ’ την ευλυγισία και τη μαχητικότητά του. Στ’ ορμητικό πέρασμά του απ’ το διάδρομο του τραμ ανέτρεψε μια χοντρή κυρία, δυο λιγνούς κυρίους, εποδοπάτησε ένα κοριτσάκι και πρόφτασε να στρογγυλοκάτσει θριαμβευτικά στη θέση. Ενώ από πίσω οι άλλοι επιβάτες έκαναν το σταυρό τους, κοιτώντας τον με κατάπληξη, εκείνος ταχτοποιούσε τον εαυτό του για να νιώσει όσο μπορούσε αναπαυτικότερα. Έβαλε τα πακέτα στα γόνατά του, άπλωσε τα πόδια του στο ξύλο του μπροστινού καθίσματος, διόρθωσε τη γραβάτα και το καπέλο του. Συγχρόνως στραβοκοιτούσε τους άλλους επιβάτες και μουρμούριζε ζητώντας τα ρέστα:
- Τα γαϊδούρια!
Κι ύστερα:
- Τα γουρούνια!
Κι ύστερα:
- Αλλά Έλληνες δε είμαστε; Βούρδουλα θέλουμε. Ε, βρε, πού είσαστε Γερμανοί! Ναι, τους Γερμανούς θέλουμε για να μπούμε σε τάξη!
Κι ενώ τα ’λεγε αυτά, εκφράζοντας ποιος ξέρει ποιες βαθιές νοσταλγίες της ψυχής του – κρατούσε τα πλούσια πακέτα του αγκαλιά σαν να έτρεμε μη τυχόν και του τα έπαιρνε κανένας. Η πλαϊνή θέση του έμενε κενή, γιατί κάποιος χριστιανός – από εκείνους που ο ορμητικός κύριος ονόμασε με ολόκληρη την ονοματολογία της ζωολογίας – εφώναξε μια γυναικούλα του λαού που κρατούσε ένα αγοράκι, να κάτσει εκείνη. Στρώθηκε η γυναικούλα, ευχαρίστησε κι έβαλε το παιδί στα γόνατά της.
- Σας ενοχλώ, κύριε;
- Και βέβαια μ’ ενοχλείτε.
- Με το μπαρδόν.
Τα μάτια του αξιοσέβαστου κυρίου είχαν πέσει σαν αστραπές επάνω στο παιδί που καθώς κοιτούσε τα πακέτα με τα παιχνιδάκια – ρόδες, κούκλες, καραμούζες, αυτοκινητάκια – ετρόμαζε μήπως τυχόν και ο μικρός του αρπάξει κανένα. Έσκυψε λοιπόν, επάνω στα πολύχρωμα πακέτα του, εσούφρωσε τα φρύδια, εγούρλωσε τα μάτια και αγκάλιασε σφιχτότερα τα πολύτιμα υπάρχοντά του. Εκεί έγινε μια απ’ τις πιο νόστιμες σκηνές που είδα ποτέ στο τραμ. Βλέποντας ο μικρός το άγριο ύφος του αξιοσέβαστου κυρίου έβαλε τις φωνές:
- Φοβάμαι, μαμά, φοβάμαι!
- Τι φοβάσαι, παιδί μου;
- Τον κύλιο. Τλώει παιδιά;
Ξέσπασαν στα γέλια όλοι οι επιβάτες και η μητέρα του παιδιού, προσπαθώντας να καθησυχάσει το μικρό, έκανε με την αφέλειά της πιο κωμική τη θέση του αξιοσέβαστου κυρίου:
- Όχι, παιδάκι μου! Ο κύριος δεν τρώει παιδιά. Είναι ένας καλός κύριος. Ο κύριος δεν είναι Γερμανός. Μόνο οι Γερμανοί τρώνε παιδιά.
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
- Όχι, πουλάκι μου, Κοίταξέ τον. Είναι ένας πολύ καλός κύριος που τ’ αγαπάει τα παιδιά. Δεν είναι Γερμανός.
Ο μικρός όμως άρχισε να τσιρίζει «είναι Γελμανός, Γελμανός» κι η θέση του κυρίου έγινε κωμικοτραγική. Η διάθεσή του ήταν, βέβαια, να πνίξει το διαολάκο που η κακή του τύχη έφερε κοντά του, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, σφίχτηκε και χαμογέλασε, έβγαλε ένα πορτοκάλι από την τσέπη του παλτού του και τ’ άπλωσε στο μικρό:
- Έλα, πάρε, κατεργάρη.
- Δεν τλως παιδιά;
- Όχι, χαζέ. Ανόητε!
Έπρεπε να δείτε τη φάτσα του ανθρώπου εκείνου που προσπαθούσε με το βιασμένο χαμόγελο να καμουφλάρει το βράσιμο της ψυχής του. Όμως ξεθάρρεψε ο μικρός, πήρε το πορτοκάλι και άφησε τη χαρά του να ξεσπάσει, χοροπηδώντας στα γόνατα της μάνας του μ’ ένα αναπάντεχο τραγούδι:
- Λαοκατία και όχι βασιλιά!
Ε, φίλοι μου! Αυτό ήταν η σταγόνα που χρειαζόταν να ξεχειλίσει το ποτήρι. Ο αξιοσέβαστος κύριος φαίνεται πως ήταν από τους πιο αδιάλλαχτα φανατικούς. Άνοιξαν τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, κοκκίνισε η φάτσα του, πετάχτηκαν οι ματάρες του με φλογισμένα βλέμματα όξω από τις κόγχες:
- Α, το άτιμο! Είναι και κουκουέδικο! Φέρε μου το πορτοκάλι! Δώσ’ μου πίσω το πορτοκάλι, παλιόπαιδο! Κακοανατεθραμμένο! Γρήγορα μη σου τα τσακίσω τα χέρια!
Τρομαγμένο το παιδί πέταξε το πορτοκάλι, χώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του κατακίτρινο, τσιρίζοντας:
- Είναι Γελμανός! Γελμανός!
Νέο κύμα γέλιου ξέσπασε μέσα στο τραμ. Όπου ο αξιοσέβαστος κύριος δεν μπόρεσε πια ν’ ανθέξει, μάζεψε τα πακέτα του, έβρισε πάλι «γαϊδούρια, γουρούνια», «κουκουέδες», ανέφερε μερικούς στο πέρασμά του και κατέβηκε στην πρώτη στάση πολλά μουρμουρίζοντας κατά φρένα και θυμόν. Εκεί στον εξώστη ήταν κι ένας αλητάκος που τον προέπεμψε με τη φωνή:
- Χρόνια πολλά στο Χίτλερ, μπάρμπα!
Κι ο αξιοσέβαστος άνθρωπος απομακρύνθηκε γρυλίζοντας με τα πακέτα του, με την ψυχή του, με τον εθνικισμό του και βράζοντας ολόκληρος εναντίον των «κακοανατεθραμμένων» παιδιών, σίγουρος ότι ο ίδιος είχε την καλύτερη ανατροφή του κόσμου.
Σημ:Το χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά είναι από το προσωπικό αρχείο του Γιάννη Λαζάρου.
1 σχόλιο
Διπλες ευχαριστιες λοιπον κυριε Λαζαρου,και για τα αρθρα - αναπνοες,μα και για το γεγονος οτι μοιραστηκατε μαζι μας, το χρονογραφημα του Δη. Ψαθα.
Δημοσίευση σχολίου