γράφτηκε
στον Τοίχο
3.4.17
-
0
Comments
Τρύφων Λιώτας
Ο «Πασκουαλίνο ο πεντάμορφος» ή «Εφτά ομορφιές» (Seven Beauties, Pasqualino Settebellezze, IT, 1975) αποτελεί ίσως το αποκορύφωμα της δημιουργίας της Lina Wertmuller.
Κέρδισε τέσσερα όσκαρ (α’ ανδρικού ρόλου, σκηνοθεσίας, σεναρίου και ξενόγλωσσης ταινίας), πληθώρα διακρίσεων καθώς και την ευρεία και διεθνή αποδοχή του κοινού.
Ο Πασκουαλίνο (Giannini), ένας καθημερινός άνθρωπος, ζει προπαντός για την τιμή του.
Μια τιμή ρηχή και μάτσο κατά το πρότυπο του Ιταλού Ναπολιτάνου. Κουβαλάει πιστόλι, για να προκαλεί το σεβασμό το οποίο και θα χρησιμοποιήσει τελικά κατά λάθος για να υπερασπιστεί την τιμή της αδελφής του. Σίγουρος ότι έπραξε το σωστό θα καταρρακωθεί ηθικά όταν στο δικαστήριο θα αναγκαστεί να το παίξει τρελός καταλήγοντας στο τρελοκομείο για να γλιτώσει την κρεμάλα.
Από εκεί ξεκινά ένας ιλιγγιώδης ηθικός κατήφορος με το βιασμό μιας έγκλειστης στο τρελοκομείο, που θα συνεχιστεί με τη συμμετοχή του στο β’ παγκόσμιο πόλεμο για να γλιτώσει το τρελοκομείο.
Εκεί πρώτα θα κάνει τον τραυματισμένο και στη συνέχεια θα λιποτακτήσει με συνέπεια όταν συλληφθεί να σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Λειτουργώντας με τον αυτόματο πιλότο ρυθμισμένο στο ένστικτο αυτοσυντήρησης και απελπισμένος από τις φρικτές καταστάσεις που βιώνει, θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να επιβιώσει, πρώτα κάνοντας τον ερωτευμένο στην πιο φρικτή βασανίστρια του στρατοπέδου από καταβολής κινηματογράφου και μετά καταδίδοντας και σκοτώνοντας τους φίλους του.
Έτσι θα καταφέρει να επιζήσει τον πόλεμο και στην επιστροφή του στη Νάπολη θα βάλει μπρος το σχέδιο του που θα τον σώσει από την επόμενη παγκόσμια καταστροφή.
Πρόκειται για ένα γκροτέσκο, μνημειώδες έργο της Wertmuller, που εκμεταλλευόμενη το ταλέντο της για το κωμικοτραγικό θα το ωθήσει σε άκρα που δεν έχει ποτέ κανείς φτάσει, άκρα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και επικίνδυνα.
Ο αντι-ήρωας παραδίδοντας μαθήματα υποκριτικής θα μας ξυπνήσει αρχικά μια συμπάθεια για την «ελαφριά» συνείδησή του, που βαθμιαία θα γίνει υποψία και τελικά τρόμος, για το μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος βασισμένος στο ένστικτο αυτοσυντήρησής του.
Ο ανύπαρκτος χαρακτήρας του έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με όποιον συναντά, ενώ η επιθυμία του να ζήσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί: «μια σάπια κωμωδία, μια κακή φάρσα που ονομάζουμε ζωή» τον κάνει να κωφεύει ή να παρεξηγεί τα λόγια των συνανθρώπων του.
Η μουσική επένδυση της ταινίας είναι επίσης εκπληκτική, με το γεμάτο υπονοούμενα για το ποιος φταίει τραγούδι «Ω Ναι» , που ανοίγει την ταινία (εδώ με αγγλικούς υπότιτλους), αλλά και με την όπερα του Βάγκνερ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Επίσης η δομή της ιστορίας με τη μη γραμμική της ακολουθία όπου μια φράση ή ένα γεγονός προκαλεί φλας-μπακ στο παρελθόν του Πασκουαλίνο αποτελεί ένα υπέροχο εύρημα για να κάνει τη ροή της ταινίας και το ενδιαφέρον μας πιο κλιμακωτό.
Η καταπληκτική ερμηνεία - εκφραστικότητα του Giannini όπου σε πολλά σημεία χωρίς να μιλά, μόνο με τις κινήσεις των ματιών του και τις γκριμάτσες του καταφέρνει να πει τόσα πολλά τον κατατάσσει στους κορυφαίους ηθοποιούς όλων των εποχών.
Για παράδειγμα στη δίκη όπου περιμένει να ακούσει την καταδίκη του, χωρίς να αρθρώσει κουβέντα σε όλη τη διαδικασία, η ματιά του πλανιέται στο ακροατήριο όπου πιάνει τη ματιά μιας νεαρής που είχε γνωρίσει παλαιότερα και είχε φλερτάρει ελαφρά για να της δώσει θάρρος.
Σελίδες διαλόγου λαμβάνουν χώρα χωρίς να ειπωθεί τίποτα. Κανείς δεν ερμηνεύει πια έτσι. Θυμίζει βουβό κινηματογράφο (Τσάπλιν) όπου οι ηθοποιοί είχαν μόνο το πρόσωπο και τις χειρονομίες τους για να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους.
Πολλοί μπορεί να πουν ότι πρόκειται για μια αντιπολεμική, ενάντια στη θηριωδία των Ναζί ταινία. Άλλοι θα πουν ότι είναι μια ηθικο-διδακτική ταινία. Σίγουρα υπάρχουν στοιχεία που θα τους δικαιώσουν, αλλά η ταινία είναι πολλά παραπάνω από αυτά.
Θέτει κατ’ αρχάς πολύ σοβαρά ερωτήματα:
Πρέπει να σιωπούμε όταν βλέπουμε την αδικία που συντελείται στον συνάνθρωπό μας για να προστατέψουμε τον εαυτό μας;
Είναι η αυτοσυντήρηση λόγος σοβαρός για να εγκαταλείψουμε την αξιοπρέπειά μας, την τιμή μας και την ανθρωπιά μας;
Και αν ναι, ως ποιου σημείου;
Δύσκολες ερωτήσεις που οι διάφοροι χαρακτήρες του έργου δίνουν τη δική τους, ο καθένας, απάντηση. Και εδώ έγκειται μια ακόμα ομορφιά της ταινίας. Δε θέλει να κρίνει, ούτε να δώσει απάντηση. Εκθέτει γεγονότα με μακάβριο χιούμορ και ζητά από εμάς να αποφασίσουμε για τον εαυτό μας και κατά περίσταση.
Υπάρχει πάντοτε αρκετό γκρι ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο. Τόσο πολύ πιο ανώτερη σε τέχνη και πρόκληση για σκέψη από το καλό αλλά σε ζαχαρένιο συναισθηματικό περιτύλιγμα, ρηχό και υπερτιμημένο «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι.
Η σκηνή της ταινίας: Το ξελόγιασμα της Γερμανίδας διοικήτριας του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Όποιος το έχει δει έχει νιώσει την ανάγκη να ξεράσει. Και μόνο η ιδέα του ξελογιάσματός της είναι χυδαία. Όμως πρέπει να αυτο-ξεφτιλιστεί για να μπορέσει να φάει και να επιζήσει.
Η ταινία με αγγλικούς υπότιτλους εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου