Προσφατα
.

ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

REPORTAGE

FOLDERS

EDITORIAL

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Advertise Space

στον Τοίχο

ΤΟΙΧΟΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

5.12.25

Οι Κέρκωπες ήταν τα αδέλφια Ευρύβατος ή Ευρυβάτης ή Ώλος και Φρυνώνδας ή Σίλλος και Τριβαλός ή Πάσσαλος και Άκμων (παλούκι και αμόνι) ή Κάνδαυλος και Άτλαντας. Ήταν γιοι του Ωκεανού και της κόρης του Ουρανού Θείας, ή της ηρωίδας Μεμνονίδας ή της Λίμνης ή της Κερκώπης. 
Κατάγονταν από την Οιχαλία (σύμφωνα με το ποίημα Κέρκωπες που αποδίδεται στον Όμηρο) αλλά ζούσαν συνήθως στη Βοιωτία -οι Θερμοπύλες ονομάζονταν ἕδραι Κερκώπων (Ηρόδ. 7.216)- ή στην Έφεσο. 
Ήταν μεγαλόσωμοι και δυνατοί, εξαπατούσαν, έκλεβαν, λήστευαν τους ταξιδιώτες, τους σκότωναν. Και αυτούς τους εξουδετέρωσε ο Ηρακλής. Αυτό έγινε με τον εξής κωμικό τρόπο: Την περίοδο που ο Ηρακλής ήταν στην υπηρεσία της βασίλισσας της Λυδίας Ομφάλης, έτυχε να περνά από τα μέρη τους. Κουρασμένος, ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου, όπου και τον βρήκαν τα δυο αδέλφια να κοιμάται. Θέλοντας να τον γυμνώσουν από τα περίφημα όπλα του, που ο ήρωας είχε ακουμπήσει στο πλάι του, έσκυψαν από πάνω του. 
Όμως ο Ηρακλής ξύπνησε, τους έπιασε και τους έδεσε από τα πόδια· στη συνέχεια τους κρέμασε με το κεφάλι προς κάτω σ' ένα μακρύ ξύλο που το φορτώθηκε στους ώμους του -όπως ακριβώς συνηθιζόταν με τα ζώα που οι άνθρωποι μετέφεραν στην αγορά, για να τα πουλήσουν. Βλέποντας αυτοί τα τριχωτά οπίσθια του Ηρακλή κατάλαβαν την προειδοποίηση της μητέρας τους Θείας να φυλάγονται από τον Μελάμπυγο, από αυτόν δηλαδή που έχει μαύρα οπίσθια. 
Τα έξυπνα και νόστιμα αστεία των δύο μεγαλόσωμων αδελφών έκαναν τον ήρωα να γελάσει τόσο πολύ που αποφάσισε να δεχτεί το αίτημά τους και να τους αφήσει ελεύθερους. Κατά άλλους, ο Ηρακλής σκότωσε τους Κερκωπίδες, που ήταν περισσότεροι από δύο· άλλους τους συνέλαβε και τους οδήγησε αλυσοδεμένους στην Ομφάλη. 
Όπως και να έχει, οι δύο Κερκωπίδες ή οι άλλοι που επέζησαν συνέχισαν να εξαπατούν τους ανθρώπους. Οργισμένος ο Δίας από τη διαγωγή τους, τους μεταμόρφωσε σε πέτρες και τους τοποθέτησε σαν νησάκια στον κόλπο της Νάπολης· ή σε πιθήκους -εξάλλου, το όνομά τους σημαίνει μικρή ουρά- και τους μετάφερε στα δύο νησιά, όσα και τα αδέλφια, που κλείνουν τον κόλπο της Νάπολης. 
Από αυτούς ονομάστηκαν Πιθηκοῦσαι, δηλαδή νησιά των πιθήκων. Τα «κατορθώματα» των Κερκώπων και το επεισόδιο με τον Ηρακλή αποτελούν το θέμα κωμωδιών διαφόρων ποιητών, του Εύβουλου, του Έρμιππου, του Πλάτωνα. Το όνομά τους έγινε συνώνυμο του απατεώνα (κερκωπίζειν), ενώ στην Αθήνα Κέρκωπες ή Κερκώπων ἀγορά αποκαλούνταν η αγορά των πανούργων (Διογ. Λ., 9.114· Ευστάθ. 1430.25)


Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

10.11.25

Ο Μαρσύας είναι γιος του Ύαγνη ή του Όλυμπου ή του Οίαγρου. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο, συνδεδεμένος και με τον Διόνυσο. Ο Μαρσύας, όπως είπαμε, θεωρείται ο εφευρέτης του δίαυλου, ενώ ο Πάνας της σύριγγας ή του αυλού· κατάφερε, μάλιστα, οι Φρύγες να αποκρούσουν τους Γαλάτες, ενώ αυτός έπαιζε τον αυλό. 

Στην Αθήνα παραδίδεται ότι τον αυλό τον είχε εφεύρει η Αθηνά, ενώ άλλες παραδόσεις θέλουν κάποιον Αλφαιό από τη Φρυγία, γιο του Σαγγάριου, να μαθαίνει στη θεά να παίζει· όταν όμως είδε στα νερά ενός ρυακιού ότι ασχήμιζε το πρόσωπό της, πέταξε τον αυλό μακριά. Άλλοι λένε ότι η θεά έφτιαξε με κόκαλα ελαφιού αυλό για πρώτη φορά σε ένα συμπόσιο των θεών. Όταν η Ήρα και η Αφροδίτη την κορόιδεψαν, γιατί το πρόσωπό της παραμορφωνόταν σε κάθε φύσημα του αυλού, η θεά έτρεξε στη Φρυγία για να δει το πρόσωπό της στα νερά ενός ποταμού. Εκεί πέταξε τον αυλό απειλώντας με φρικτές τιμωρίες όποιον τον μάζευε. Τον μάζεψε ο Μαρσύας και με αυτόν προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, γιατί θεώρησε τον ήχο του αυλού τον ωραιότερο. Αναπόφευκτη η τιμωρία του, τόσο γιατί αψήφησε την Αθηνά όσο και γιατί συναγωνίστηκε ένα θεό. 

Η τιμωρία υπήρξε σκληρή, πόσο μάλλον που η πρώτη φάση του διαγωνισμού έμεινε χωρίς νικητή. Γι' αυτό ο Απόλλωνας τον προκάλεσε να γυρίσουν ανάποδα τα όργανά τους και να παίξουν. Σε αυτή τη φύση αποδείχθηκε η ανωτερότητα της λύρας και οι ξεχωριστές ικανότητες του θεού. Κριτής στον αγώνα ορίστηκε ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, και ο Μίδας· κατά άλλους ο Μίδας υπήρξε αυτόκλητος κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Μαρσύα. Άλλες μαρτυρίες θέλουν κριτές του αγώνα τις Μούσες. Περιπλανώμενος ο Μίδας στα βουνά, έφτασε στο σημείο του διαγωνισμού την ώρα που ο Τμώλος ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή· εκείνος πάλι έκρινε την απόφαση ως άδικη. 

Ο Απόλλωνας θύμωσε και έκανε να βγουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, προφανώς για να ακούει καλύτερα ή γιατί γαϊδουρινά αυτιά μοιάζουν ακαλαίσθητα σε ανθρώπινο κεφάλι. Όσο για την τιμωρία του Μαρσύα…[1] Επειδή, πριν από την έναρξη του αγώνα, είχε οριστεί ο νικητής να επιβάλει στον ηττημένο όποια τιμωρία ήθελε, ο Απόλλωνας, παρασυρμένος από την οργή του, έδεσε τον Μαρσύα σε πανύψηλο πεύκο (Απολλόδωρος) ή πλάτανο (Πλίνιος) και τον έγδαρε. Μετανιωμένος για τον θυμό του ο θεός έσπασε τη λύρα του και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό της Φρυγίας μετονομάζοντας αυτόν που παλαιότερα λεγόταν Πηγή του Μίδα. Κατά την αρχαιότητα κοντά στις Κελαινές, στη Φρυγία, έδειχναν ένα σπήλαιο, όπου ο Απόλλωνας είχε κρεμάσει το δέρμα του σάτυρου Μαρσύα (Ξεν., Κύρου Ανάβ.1.2.8) ή έναν ασκό φτιαγμένο από το δέρμα του (Ηρ. 7.26). Σύμφωνα με άλλο μύθο, το φοβερό εκείνο τρόπαιο είχε κρεμαστεί σ' ένα σπήλαιο της Ακρόπολης.  

Ο Πλίνιος γράφει ότι ο τόπος του διαγωνισμού ήταν η Αυλοκρήνη στον δρόμο από την Απάμεια προς τη Φρυγία (5.106, και Στράβ. 12.8.15) και ο Στέφανος Βυζάντιος για τον τάφο του Μαρσύα σ' ένα λόφο κοντά στην Πεσσινούντα, προσθέτει μάλιστα τις πληροφορίες ότι ο Μαρσύας ήταν ιδρυτής της πόλης Τάβαι της Λυδίας και ότι είχε έναν αδελφό, τον Κιβύρα. Ο Φώτιος αναφέρει ότι σε μια γιορτή προς τιμή του Απόλλωνα προσφέρονταν στον θεό δέρματα θυσιασμένων ζώων στη μνήμη του Μαρσύα. Ο Αλκιβιάδης, στο εγκώμιο που πλέκει για τον Σωκράτη, τον συγκρίνει με τους Σιληνούς γενικά και τον Μαρσύα ειδικότερα, τόσο στη μορφή, στην εξωτερική του εμφάνιση, όσο και στη γοητεία που ασκεί με τα λόγια του και στην κατάληψη του νου του συνομιλητή του. Όπως οι αυλοί του γδαρμένου Σιληνού. 

1. Η ήττα του Μαρσύα, αν λάβουμε υπόψη τα λεγόμενα του Παυσανία, ήταν αναμενόμενη εξαιτίας των δυνατοτήτων των δύο οργάνων. Σύμφωνα με τον Παυσανία παλιά έπρεπε οι αυλητές να χρησιμοποιούν τρεις διαφορετικούς αυλούς για να παίζουν κατά τις τρεις τεχνοτροπίες: τη δωρική, τη φρυγική και τη λυδική (9.12.5). Είναι πιθανό ότι ο Απόλλωνας να έπαιξε σε άλλον τόνο, αφού κούρδισε διαφορετικά τη λύρα του· ή ότι έπαιζε και ταυτόχρονα τραγουδούσε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Μαρσύας.


Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

31.10.25


Η Σύριγγα ήταν νύμφη της Αρκαδίας που την ερωτεύτηκε ο Πάνας. Την καταδίωξε για να την πιάσει, αλλά την κρίσιμη στιγμή της σύλληψης εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά στις όχθες του Λάδωνα. Είτε γιατί άκουσε τον ήχο που έκαναν οι καλαμιές, καθώς φυσούσε, είτε γιατί, στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει ποια ήταν η κοπέλα, ξερίζωσε, μερικά από αυτά τα καλάμια, διαφορετικά σε μέγεθος το καθένα, και φύσηξε στο εσωτερικό τους. 
Αυτή η τυχαία ανακάλυψη τον οδήγησε στη συστηματοποίησή της· κόλλησε με κερί καλάμια διαφορετικού μεγέθους το καθένα και έφτιαξε ένα μουσικό όργανο στο οποίο έδωσε το όνομα της χαμένης νύμφης. 
Με το όργανο αυτό συνοδεύει τον χορό και το τραγούδι των Νυμφών, που κατοικούν σε σπηλιές, συνήθως και με τον Ερμή στην παρέα. Ο Ερμής, εξάλλου, αφηγείται στον Άργο την ιστορία της Σύριγγας, προκειμένου να τον κοιμίσει και να ελευθερώσει την Ιώ. Σε σπηλιά στην Έφεσο, όπου λεγόταν ότι ο Πάνας είχε εναποθέσει την πρώτη σύριγγα, γινόταν και ο έλεγχος της παρθενίας των κοριτσιών. 
Τις έκλειναν στη σπηλιά και, αν πράγματι ήταν παρθένες, ακούγονταν οι μελωδικοί ήχοι του οργάνου. Αυτόματα άνοιγαν οι πόρτες και οι κόρες έβγαινες έξω στεφανωμένες με κλαδιά πεύκου. Διαφορετικά, ακούγονταν πένθιμες φωνές από τη σπηλιά και η επίορκη νέα εξαφανιζόταν, όπως διαπιστωνόταν μετά το άνοιγμα της θύρας. 


Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία

5.6.25

Είχε ύψος 140 μέτρα και το φως του διακρινόταν από απόσταση 47 με 50 χιλιομέτρων. Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας συγκαταλέγεται στα επτά θαύματα της αρχαιότητας, φωτίζοντας τον πλου των καραβιών για περίπου 1500 χρόνια. Ξεκίνησε να κτίζεται στα 280 π.Χ., χρονιά κατά την οποία στη Ρόδο εγκαινιαζόταν ο περίφημος Κολοσσός. Ήταν φωτεινός σηματοδότης και λειτουργούσε νύχτα μέρα, ένας φανός για τους αρχαίους, φανάρι για τους σύγχρονους, αν το νησάκι Φάρος πάνω στο οποίο κτίστηκε, δεν χάριζε το όνομά του σε όλες τις ανά τον κόσμο μετέπειτα παρόμοιες κατασκευές: Γαλλικά fare, ιταλικά και ισπανικά faro, πορτογαλικά farol, ρουμανικά far, αγγλικά faros αλλά και lighthouse (σπίτι φωτός). 

Επίσημα, ο πρώτος Πτολεμαίος ήταν γιος του Μακεδόνα ευπατρίδη Λάγου. Γι’ αυτό και δυναστεία των Λαγιδών ονομάζεται η βασιλική γενιά της Αιγύπτου που ξεκίνησε με τον ίδιο και χάθηκε με την Κλεοπάτρα. Ανεπίσημα, όμως, όλοι στη Μακεδονία γνώριζαν πως ο Πτολεμαίος δεν ήταν παρά ένα από τα κρυφά κατορθώματα του βασιλιά Φίλιππου, νόθος γιος του με την Αρσινόη κι επομένως ετεροθαλής αδελφός του Μεγαλέξανδρου. Άλλωστε, το όνομα Αρσινόη έπαιζε στο παλάτι της Αιγύπτου σχεδόν όσο και το όνομα των Πτολεμαίων βασιλιάδων. 

Μια Αρσινόη, κόρη του πρώτου Πτολεμαίου, δολοφόνησε τον άνδρα της, βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχο, για να παντρευτεί τον αδελφό της, βασιλιά της Αιγύπτου, που απαλλάχθηκε από την πρώτη του γυναίκα, Αρσινόη κι αυτή. Μια άλλη παντρεύτηκε τον επίσης αδερφό της Πτολεμαίο (τον τέταρτο), από τον οποίο και δολοφονήθηκε. Κι ακόμα μια Αρσινόη ήταν αδερφή της Κλεοπάτρας που έβαλε τον Ιούλιο Καίσαρα να τη βγάλει από τη μέση, προκειμένου να μην έχει μελλοντικούς ανταπαιτητές του θρόνου. 

Εκείνος, όμως, ο πρώτος Πτολεμαίος ήταν όμορφο και ανδρείο παλικάρι, συμπολεμιστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αρχηγός της σωματοφυλακής του. Ανέλαβε διοικητής της Αιγύπτου, όταν στα 323 π.Χ. ο στρατηλάτης πέθανε. Στα άγρια χρόνια που ακολούθησαν, συμμετείχε στους πολέμους των διαδόχων και, το 301 π.Χ., ήταν στην πλευρά των νικητών μετά την καθοριστική μάχη της Ιψού, όπου αυτός, ο Κάσσανδρος, ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος κατατρόπωσαν τον Αντίγονο. Του έλαχε η Αίγυπτος, στην οποία ήταν ήδη βασιλιάς από το 305 π.Χ. Αποδείχτηκε άξιος του θρόνου, πήρε το προσωνύμιο Σωτήρ, προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες κι έκτισε την περίφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, με ένα εκατομμύριο τόμους στις δόξες της, και το μουσείο, όπου έμεναν δωρεάν και συνεργάζονταν φιλόσοφοι, σοφοί και ποιητές. Πέθανε το 283. 

Ο δεύτερος Πτολεμαίος, αυτός που απαλλάχθηκε από τη γυναίκα του για να παντρευτεί την αδερφή του, Αρσινόη, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Φιλάδελφος, ακριβώς γι’ αυτή του την επιλογή. Τον αδικούσαν, όμως. Προστάτευε τα γράμματα και τις τέχνες εξίσου αποτελεσματικά, όπως κι ο πατέρας του και ήταν αυτός που χρηματοδότησε την ανέγερση του Φάρου της Αλεξάνδρειας, έργο που ο Πτολεμαίος Α’ είχε συλλάβει αλλά δεν έζησε να δει την ολοκλήρωσή του. Πατέρας και γιος, άλλωστε, ήταν αυτοί που έβαλαν γερά τα θεμέλια για να ανθίσει και να αναπτυχθεί στο έπακρο η «αλεξανδρινή εποχή», παρ’ όλο που οι επόμενοι Πτολεμαίοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αποδείχτηκαν ανίκανοι, έκφυλοι και αιμοσταγείς. 

Ο Πτολεμαίος Β’ έγινε συμβασιλιάς του πατέρα του το 285 π.Χ. και μονοκράτορας το 283. Τον επόμενο χρόνο (282 π.Χ.) εγκαινίασε το εντυπωσιακό στάδιο της Αλεξάνδρειας (το είπαν «Τέτρα»), που είχε κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας Δεξιφάνης. Γιος του ήταν ο επίσης αρχιτέκτονας, Σώστρατος, που είχε αναλάβει να ανεγείρει τον Φάρο της Αλεξάνδρειας. Ή ο Πτολεμαίος του είχε απαγορεύσει να «υπογράψει» το έργο του (οπότε έβαλε το όνομά του κρυφά) ή ο ίδιος ήταν πολύ μετριόφρων. Ό,τι και να συνέβαινε, μια λαξευμένη επιγραφή στη βάση του έργου, πάνω σε στρώμα σοβά, ανέφερε ως κατασκευαστή του Φάρου τον Πτολεμαίο. Κάτω από τον σοβά, μια άλλη επιγραφή ανέφερε τα εξής: «ΣΩΣΤΡΑΤΟΣ ΔΕΞΙΦΑΝΟΥΣ ΚΝΙΔΙΟΣ ΘΕΟΙΣ ΣΩΤΕΡΣΙΝ ΥΠΕΡ ΠΛΩΙΖΟΜΕΝΩΝ» (Σώστρατος ο Κνίδιος, ο γιος του Δεξιφάνους, {το αφιερώνει} στους σωτήρες θεούς υπέρ των ναυτιλομένων). 

Το νησάκι Φάρος βρίσκεται λίγο έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας και συνδεόταν τεχνητά με αυτό χάρη σε μια κατασκευή, γνωστή ως Επταστάδιον («μήκους επτά σταδίων» ή 1.288 μέτρων). Το οικοδόμημα κτίστηκε με άσπρες πέτρες στην άκρη του νησιού, ώστε η θάλασσα να το περιβάλλει από τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του. Σύμφωνα με την περιγραφή του Άραβα περιηγητή Αμπού Γιουσέφ Χαγκάγκ ελ Ιμπν Ανταλουσί, που το επισκέφτηκε στα 1165, το κτίριο αποτελούσαν τέσσερα επίπεδα (συνδεμένα μεταξύ τους με αρμούς από μολύβι) με πρώτο μια βάση πάνω στην οποία εδραζόταν: Η βάση είχε ύψος 6,5 μέτρα από τη μεριά της στεριάς (από την πλευρά της θάλασσας ήταν πιο ψηλή) και ήταν τετράγωνο με κάθε πλευρά να έχει μήκος 8,5 μέτρων. Μια ράμπα πάνω σε 16 καμάρες, μήκους περίπου 183 μέτρων, οδηγούσε, από τα τείχη του νησιού, στην υπερυψωμένη πύλη του κτιρίου. Το δεύτερο επίπεδο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, με Τρίτωνες να κοσμούν τις γωνίες του, σύμφωνα με παράσταση σε ρωμαϊκό νόμισμα. Πάνω σ’ αυτό, είχε κτιστεί ένα οκτάγωνο (τρίτο επίπεδο) κτίριο, με εξώστη γύρω του. Πάνω του είχε κτιστεί το κυλινδρικό τέταρτο επίπεδο, στην κορυφή του οποίου είχε στηθεί άγαλμα του θεού Ποσειδώνα (ή του Απόλλωνα). Στο επίπεδο αυτό είχε προσαρμοστεί ένας γιγάντιος καθρέφτης που έστελνε τις ακτίνες του ήλιου στο πέλαγος, ώστε να είναι ορατός από πολύ μακριά. Τη νύχτα, μια φλόγα αντικαθιστούσε τις ακτίνες. Το όλο οικοδόμημα είχε ύψος 140 μ. από τη μεριά της θάλασσας. Στο εσωτερικό του υπήρχαν αίθουσες και μια ελαφρά επικλινής ράμπα με χαμηλά σκαλοπάτια, που οδηγούσε ως την κορφή και την οποία χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν με ζώα τα υλικά της φωτιάς στην οροφή. Ολοκληρώθηκε στα 270 π.Χ., δώδεκα χρόνια αφότου ξεκίνησε η ανέγερσή του. 

Το πρώτο ταρακούνημα του Φάρου έγινε στον σεισμό του 796 και το δεύτερο σε εκείνον του 1303. Άντεξε ακόμα είκοσι χρόνια, καθώς κάθε φορά επισκεύαζαν τις ζημιές. Όμως, στον σεισμό του 1324 κατέρρευσε και η βάση. Τη χρονιά εκείνη, ο Άραβας Ιμπν Μπατούσα δεν κατάφερε να μπει στα χαλάσματα του. Ο Καΐτ Μπέη βρήκε χρήσιμα τα ερείπια και τα χρησιμοποίησε, στα 1480, για την ανέγερση του ομώνυμου κάστρου, στη θέση ακριβώς όπου άλλοτε υψωνόταν ο Φάρος. Ειπώθηκε ότι οι μιναρέδες στα τζαμιά της Αιγύπτου ακολουθούν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Φάρου.

 

 historyreport.

18.5.25


Η πιο τρομακτική νύχτα στη Γενοκτονία των Ποντίων. 

«Έναν μαύρον ημέραν εκούιξεν εις απες σο σπέλ’: Οι μανάδες ντο έχ’νε μικρά μωρά να εβγαίνε οξιοκά ασο σπέλ’». Μία μάνα διηγείται ότι μια μαύρη μέρα ένας φώναξε όσες είχαν μικρά παιδιά να βγουν έξω από τη σπηλιά… 

 Έτσι ξεκινάει η Ελένη Νυμφοπούλου-Παυλίδου να ντύνει με λόγια μία από τις πιο τραγικές στιγμές της Γενοκτονίας των Ποντίων. Συμπρωταγωνιστής στην αφήγηση ο οπλαρχηγός Ευκλείδης. Ο αδερφός του, Κώστας Κουρτίδης, θα γράψει στο ημερολόγιό του για την νύχτα της 10ης προς 11η Σεπτεμβρίου 1921: «... Πολλά παιδιά τότες, επειδή αι γυναίκες των δεν μπορούσαν να σταματήσουν τας φωνάς των παιδιών τους, και μη θέλοντας να χωρισθούν εξ ημών, τα σκότωσαν και τα άφησαν επί τόπου». 

 Η Σφαγή των παιδιών 

Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ. 

Η σφαγή των νηπίων αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές στο δράμα που έζησαν οι Έλληνες της Ανατολής, όταν μητέρες αναγκάστηκαν να θυσιάσουν ότι πολυτιμότερο είχαν στη ζωή τους, τα ίδια τα μικρά τους, για να σωθούν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι οικογένειες τους. Ανάλογες μαρτυρίες υπάρχουν κι από άλλες περιοχές και με μεγαλύτερα παιδιά όπου η επιλογή του θανάτου από το να πέσουν στα χέρια των Τούρκων-ειδικά τα μικρά κορίτσια όπου πολλαπλώς βιαζόταν πριν ξεψυχήσουν- γινόταν δύσβατος μονόδρομος που έπρεπε οι δόλιες οι μάνες να τον περάσουν ολομόναχες αλλά και να τον πληρώσουν με αβάσταχτο πένθος για την υπόλοιπη ζωή τους. 

Στο ημερολόγιο του ο Κώστας Κουρτίδης γράφει για το σχετικό περιστατικό: «Η νύχτα αυτή ήταν η πιο τρομακτική νύχτα που έζησα στη ζωή μου. Κάνοντας πρόχειρα προχώματα παραταχτήκαμε για μάχη. Γυναίκες και παιδιά (τριακόσιοι περίπου) μαζεύτηκαν λίγο πιο πάνω μέσα σε μια σπηλιά, τους οποίους φυλούσαν περίπου εκατόν είκοσι νέοι άοπλοι. Επί εννιά ώρες αγωνιζόμασταν ενάντια στον τουρκικό στρατό, που μας περικύκλωσε από παντού, εκτός από μια δίοδο προς το δάσος Βαϊβάτερε, για να έχουμε διέξοδο την τελευταία στιγμή». 

«Άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ». Τα μεσάνυχτα σταμάτησε το πανδαιμόνιο των πυροβολισμών και οι αντάρτες και τα γυναικόπαιδα αποσύρθηκαν στη θέση Μερτζάν Λιθάρ. Τότε έπρεπε, πριν ξημερώσει, να βρεθεί μια λύση: ν’ απομακρύνονταν εντελώς αθόρυβα από εκείνη τη θέση, γιατί αλλιώς θα γινόταν ο τάφος μικρών και μεγάλων, ενόπλων και αμάχων. 

Εκείνες τις τραγικές ώρες, μοιραίες, απελπισμένες μάνες αναγκάστηκαν να θανατώσουν βρέφη και μικρά παιδιά που έκλαιγαν, για να μην προδώσουν τις θέσεις τους. Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επιχείρηση εναντίον των ανταρτών, αντίκρισαν επτά βρέφη σφαγμένα! 

Τότε ο ίδιος ο μέραρχος επικεφαλής έδωσε διαταγή στον τουρκικό στρατό να γυρίσει πίσω στη Σάντα λέγοντας: άνθρωποι που σκότωσαν τα παιδιά τους είναι αδύνατον να πιαστούν και άρα είναι περιττό να μείνουμε άλλο εδώ...»

 

 Pontos-News

14.5.25

Δεν ήταν τυχαία η πιο όμορφη γυναίκα του καιρού της η Ωραία Ελένη, την οποία άρπαξε ο Πάρις κι έγινε αιτία να ξεσπάσει ο Τρωικός πόλεμος. Το όνομα προέρχεται από το ουσιαστικό «ελάνη» που σημαίνει λαμπάδα αλλά και αναμμένο δαδί. 

Η λέξη έχει να κάνει με την έλη (την θερμότητα και το φως του ήλιου). Με σχετικά τα ουσιαστικά «αλέα» (θερμότητα, ηλιακή ζέστη) και «σέλας» (λάμψη, φως). «Διός σέλας» έγραψε ο Σοφοκλής εννοώντας τον κεραυνό. «Σέλας εν χείρεσι έχουσα», λέει ο ομηρικός ύμνος και εννοεί αυτήν που κρατά το φως. 

Συχνά όμως, οι αρχαίοι συγγραφείς παρωδούσαν το όνομα Ελένη λέγοντας (η) Ελάνας. Ήταν αυτή που αφανίζει τα καράβια. Από το ρήμα «ελώ» (αττικής διαλέκτου αντί ελάσω, μέλλοντας του ελαύνω που σημαίνει «επέρχομαι») και το ουσιαστικό «ναυς» (καράβι). 

Όμως, η Ωραία Ελένη είχε διαφορετική προέλευση. Ήταν η γυμνή προελληνική θεά της βλάστησης που παραστέκεται από ένα ή δυο πάρεδρους. Ο θεός του Πλούτου την αρπάζει. Θα επιστρέψει για να αρπαχθεί και πάλι. Ο κύκλος της βλάστησης και της γονιμότητας επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο στην μυκηναϊκή κοινωνία. Ο ένας πάρεδρος είναι ο άνδρας της, ο Μενέλαος, οι δυο, είναι τα αδέλφια της, οι Διόσκουροι, όπως ερμηνεύτηκε αργότερα. Ο θεός του Πλούτου, στην Αττική, είναι ο θεός του θανάτου, ο Άφιδνος. Αντικαταστάθηκε από τον ήρωα Θησέα και, μια που δεν μπορούσε να λείψει από τα δρώμενα, βρέθηκε ήρωας επώνυμος των Αφιδνών, που προσπάθησε να αποκρούσει τους Διόσκουρους. 

Είχαν εκστρατεύσει στην Αττική για να πάρουν πίσω την Ελένη, τότε που την έκλεψε ο Θησέας (πολύ πριν να την κλέψει ο Πάρις). Μάλιστα, στη μάχη, τραυμάτισε τον Κάστορα. Ο θάνατος είναι ο θεός του πλούτου, ο Πλούτωνας, ο Άδης της ιστορικής εποχής που αρπάζει την Κόρη, θεά του ετήσιου κύκλου της βλάστησης, την Περσεφόνη, παιδί της Δήμητρας. Στη Σπάρτη, ο πάρεδρος Μενέλαος και οι πάρεδροι Διόσκουροι ποτέ δεν έπαψαν να είναι υποδεέστεροι από την Ελένη και να την υπηρετούν. Εκεί, η μητριαρχική παράδοση επιβίωσε. «Κανένας δεν την έκλεψε».

Στον Θησέα, την εμπιστεύτηκαν όταν την επιβουλευόταν ένας ξάδελφός της. Και τον Πάρι με την θέλησή της τον ακολούθησε. Η προελληνική μητριαρχική θεά Ελένη της Σπάρτης αρχικά δεν είχε σχέση με αυτήν της Αττικής. Απλά, η μυκηναϊκή Ελένη της Αττικής και η προελληνική μητριαρχική της Σπάρτης ταυτίστηκαν στην ομηρική εποχή. Δημιουργήθηκε η Ωραία Ελένη. Προφανώς, στην Ανατολική Αττική όπου επιβίωνε η παλιά λατρεία. Η σύνδεσή της με την Σπάρτη επιτεύχθηκε χάρη στην εκστρατεία των Διόσκουρων που «την πήραν πίσω». 

Ο απόηχος από την πρώτη λατρεία της Ελένης ως θεάς της βλάστησης επέζησε στη Ρόδο με το ιερό της Ελένης Δενδρίτιδος, στη Σπάρτη με τον ιερό πλάτανο που έφερε επιγραφή ότι ανήκε στην Ελένη, με τον πλάτανο «της Μενελαΐδας» στην Αρκαδία. Με το φυτό ελέν(ε)ιο που, όπως όλοι πίστευαν, έδιωχνε με την μυρουδιά του τα φαρμακερά φίδια, σε όλη τη χώρα: Το είχε δώσει στην Ωραία Ελένη η Πολύδαμνα, γυναίκα του Θώνα, κυβερνήτη ή φρούραρχου στα παράλια της Αιγύπτου. 

Ήταν τότε που ο Φαραώ είχε διατάξει εκείνη να κρατηθεί στην Αίγυπτο και ο Πάρις να απελαθεί. Ο Θώνας ενοχλούσε ερωτικά την Ελένη, εκείνη το είπε στην γυναίκα του κι αυτή την έστειλε στο νησί Φάρος που ήταν γεμάτο φαρμακερά φίδια και της έδωσε το ελέν(ε)ιο, να τα διώχνει. Η «μεταθανάτια» θεοποίηση της Ελένης δεν ήταν παρά μια οφειλόμενη αποκατάσταση της θεάς που είχε εκπέσει σε ηρωίδα.

 

 

 historyreport

ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΔΡΟΜΟΣ

Ads Place 970 X 90


ΕΛΛΑΔΑ

ΚΟΣΜΟΣ

MAGAZINO