γράφτηκε
στον Τοίχο
7.10.15
-
0
Comments
Ένα πρωί τα ποιήματα θα βγάλουνε μικρά δοντάκια μυτερά να δαγκώσουνε στο σβέρκο τους ποιητές που δεν είδανε ποτέ ένα ζευγάρι σαγιονάρες στην άκρη της διαδήλωσης. Θα βγάλουμε κι εμείς άσπρα πανιά σε παράθυρα και μπαλκόνια να γράφουνε τη λέξη HELP με μεγάλα στρογγυλά γράμματα ή θα κρεμάσουμε σημαίες απ’ τα ρούχα μας στις κεραίες της τηλεόρασης να βραχυκυκλώσουν οι οθόνες, να απαγγέλλουν μόνο τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Μια μέρα ανέβηκα στην ταράτσα και φώναζα Κατερίνα, Κατερίνα, μέχρι που δεν είχα άλλο αέρα στα πνευμόνια μου, εγώ έφηβος απροσάρμοστος κι εσύ ανεμώνα με πέταλα εύθραυστα που σκόρπισαν στο πρώτο ελαφρύ αεράκι. Σε έψαξα παντού, στις υπαίθριες αγορές, στα χαμηλοτάβανα μπαρ γύρω απ’ τη Βικτώρια, στα ΚΤΕΛ του Κηφισού, σε στάσεις λεωφορείων, σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις, σε δημόσιες τουαλέτες, κι ο ζεστός αέρας του καλοκαιριού ερχόταν από μακριά ουρλιάζοντας “εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες φασιστικά μαχαιράκια, ξερνάει μαύρα τα αίματα μας και σεις ζωγραφίζετε νεκρές φύσεις”.
Να ‘σουν εδώ και θα κέρναγα τσιγάρο, θα σου λεγα ιστορίες, για τα απροσάρμοστα παιδιά της επαρχίας που, όταν οι υπόλοιποι μάθαιναν την Αθήνα απ’ τη Μονόπολη, εμείς τη μαθαίναμε από τα βιβλία σου: εδώ κοντά είν’ η Κοτζιά, η Κοκκινιά, η Αγία Βαρβάρα, πιο ‘κει το Μπουρνάζι, το Γουδί, το Μεταξουργείο, πυξίδα μας η Ομόνοια, προορισμός τα Εξάρχεια. Θα σου μιλούσα για στίχους, τσιτάτα και επαναστατικά μανιφέστα σε κουρελιασμένες αφίσες πάνω σε βρώμικους τοίχους καταλήψεων: κάθε μέρα μαγειρεύουμε πατάτες-έχουμε χάσει τη φαντασία μας-κάθε μέρα μαγειρεύουμε πατάτες-έχουμε χάσει τη φαντασία μας. Για καύτρες από τσιγάρα και μικροσκοπικά μπαλκόνια στην Ιουλιανού με μικρά γλαστράκια με πανσέδες, για τα παιδιά που βγήκαν με λύσσα στα οδοστρώματα και κατέβασαν όλα τα τζάμια του κέντρου, και στο τέλος κοιμήθηκαν κουλουριασμένα στο χαλί. Θα σου ‘λεγα και για ΄κείνο το Δεκέμβρη που διαβάζαμε ποιήματα σου γύρω απ’ τη φωτιά και για πρώτη φορά τους είχαμε στα ίσα.
Και δε φύγαμε ποτέ από την πόλη, ούτε και τα καλοκαίρια με καύσωνα, γιατί είχαμε αποφασίσει ν’ αλλάξουμε τον κόσμο κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή, έτσι που σιγά σιγά το σπίτι μας έγινε η Πατησίων, και κάθε που νύχτωνε παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους στην Πατησίων, κι ερωτευόμασταν στην Πατησίων, και διαδηλώναμε στην Πατησίων πως αύριο δεν θα κλαίει πια κανένας. Αύριο δεν θα κλαίει πια κανένας.
Να ‘σουν εδώ να στα ‘λεγα, πως μας έφαγε όλους ο Μαρξισμός με το Μ κεφαλαίο σαν τις στέγες από τα σπιτάκια των φτωχών, και ψηλό, πιο ψηλό από εργοστάσιο με ανήλικους εργάτες στην Κίνα. Να ‘σουνα εδώ να ‘βλεπες πως σήμερα μας πνίγουνε με τα χημικά τους και στις φυλακές πως βασανίζουνε τους αφρικανούς με γυμνά καλώδια, στα μπλε κελιά πως χάνεται ο ήλιος, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πως σπαταλιέται η ζωή. Να ‘σουνα να ‘βλεπες την εθνική ανάταση του ποδοσφαίρου και πως πανηγύριζαν τότε οι μαχαιροβγάλτες, (εμείς βέβαια κρυβόμασταν γιατί φοβόμασταν), μετά ήρθαν τα χειρότερα, χούφτες τα ψυχοφάρμακα, ύστερα έφυγε κι ο Χρόνης κι η δυστοπία μεγάλωσε. Να ‘σουν εδώ να ‘βλεπες τα απάτσι των αμερικάνικων στρατών και πόσο εύκολα μας σκοτώνουν πια με μοχλούς video games (ο ιμπεριαλισμός ανάμεσα μας κι ο μιχαήλ γκορμπατσόφ να διαφημίζει πίτσες, θα ξεκαρδιζόσουνα στα γέλια), μετά οι φασίστες σήκωσαν κεφάλι κι εμείς κουραστήκαμε να σηκώνουμε φέρετρα, τι να στα λέω, αργεί ακόμα η μέρα που θα μιλάμε με χρώματα και με νότες και θα τινάζουμε όλες τις πουστομηχανές του κόσμου στον αέρα, τελικά θα χρειαστούμε εκείνη τη μεγάλη όλο τρύπες μπλε ομπρέλα σου που μας χωράει όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου