Προσφατα
.

14.4.17

Λουλακί, το χρώμα των σκλάβων

Μέχρι το 1897 το λουλακί χρώμα σηματοδοτούσε την κοινωνική και οικονομική ανωτερότητα, καθώς συγκαταλεγόταν στα signes extérieurs de richesse, από την Αφρική μέχρι την Ιαπωνία.
Οι Αρχαίοι Έλληνες μάλλον προμηθεύονταν τον «κυανό» από τον αζουρίτη, ένα ορυκτό του χαλκού με ωραίο μπλε χρώμα, το οποίο σχηματίζεται υπό την οξειδωτική επίδραση του νερού και του αέρα. Ο αζουρίτης βρίσκεται με άλλα, οξειδωμένα και μη, ορυκτά του χαλκού και με αυτοφυή χαλκό. Ιδιαίτερα συχνά απαντάται μαζί με μαλαχίτη, που είναι επίσης βασικός ανθρακικός χαλκός και το μείγμα τους αποκαλείται αζουρομαλαχίτης. Σήμερα υπάρχει στη Μακεδονία, στην Θάσο, στο όρος Όθρυς και στο Λαύριο.

 H  γέννηση του Στρατού των Επίτιμων Αρίων
Το φυσικό λουλακί χρώμα ή Ινδικόν (Indigo, καταγεγραμμένο από το έτος 1289) επειδή προέρχεται από το φυτό Ινδικοφόρος η βαφική (Indigofera tinctoria) είναι το μπλε πορφυρό βιολετί του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που είναι ορατό στο ανθρώπινο μάτι και ένα από τα επτά βασικά, απλά ή καθαρά, χρώματα του ουράνιου τόξου που κατέγραψε ο Ισαάκ Νεύτων το 1675.
Τότε ήδη η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, τα μερίδια της οποίας κατείχαν πλούσιοι έμποροι και αριστοκράτες της βασιλικής αυλής της βρετανικής αυτοκρατορίας, αντιπροσώπευε το ήμισυ του παγκόσμιου εμπορίου βασικών προϊόντων, όπως βαμβάκι, μετάξι, λουλακί χρώμα, αλάτι, νιτρικό κάλιο - βασικό συστατικό για την πυρίτιδα, τσάι και όπιο και διοικούσε μεγάλες περιοχές της Ινδίας με τον δικό της ιδιωτικό στρατό μέσω του οποίου διευθετούσε τις διοικητικές λειτουργίες ελέω βασιλικού διατάγματος που υπέγραψε η Βασίλισσα Ελισάβετ στις 31 Δεκεμβρίου 1600. 
Με τον νόμο «Η Κυβέρνηση της Ινδίας», που ψήφισε το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου στις 2 Αυγούστου 1858, ο μισθοφορικός στρατός των 24.000 ανδρών της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών τέθηκε στην υπηρεσία του Στέμματος και ενσωματώθηκε στον φερόμενο “Ινδικό Στρατό” ιθαγενών ινδουιστών και κυρίως μουσουλμάνων, ο οποίος δεν πληρωνόταν απλά για να καταπνίγει τις εξεγέρσεις εντός ινδικού εδάφους, αλλά ως έτοιμος από καιρό χρησιμοποιήθηκε τόσο στον Πρώτο όσο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και βαφτισμένος από την ναζιστική Γερμανία ως “Στρατός των Επίτιμων Αρίων”.
Η εξελιγμένη έκδοση του τουφεκιού – μουσκέτου Enfield Pattern 1853 δοκιμάστηκε στον Κριμαϊκό Πόλεμο από τον Φεβρουάριο του 1855, που το παρέλαβαν τα βρετανικά στρατεύματα αλλά οι Βρετανοί διοικητές του Ινδικού Στρατού της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών αδιαφόρησαν γι' αυτό που έμελλε να είναι η σπίθα της ανταρσίας. Ο χάρτινος σωλήνας που περιείχε την εκρηκτική ύλη και την σφαίρα και τον οποίο οι ιθαγενείς μισθοφόροι εκπαιδεύτηκαν να τον δαγκώνουν με το στόμα για να τον ανοίξουν και να τον ξαναγεμίσουν με μπαρούτι αποδείχτηκε ότι ήταν αλειμμένος με ζωικό λίπος, μοσχαρίσιο προσβλητικό για τους ινδουιστές ή χοιρινό προσβλητικό για τους μουσουλμάνους ή ένα συνδυασμό των δύο και η οδηγία να σαλιώνουν την σφαίρα στο στόμα τους στην περίπτωση που το λίπος λιγόστευε έγινε η αφορμή να ξεσπάσει η εξέγερση των μισθοφόρων του Ινδικού Στρατού στις 9 Μαΐου 1857, η οποία ταρακούνησε το Λονδίνο και τον Λόρδο Palmerston, πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος εισήγαγε το παραπάνω νομοσχέδιο για τη μεταβίβαση του ελέγχου της κυβέρνησης της Ινδίας από την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών στο Στέμμα, εξαιτίας των σοβαρών ελλείψεων στο υφιστάμενο σύστημα της διακυβέρνησης της Ινδίας.
Τα 513 χρόνια συνολικά, από το 1434 μέχρι το 1947, που Πορτογάλοι, Ολλανδοί, Δανοί, Γάλλοι και Βρετανοί, από τα οποία 335 χρόνια, από το 1612 μέχρι το 1947, Βρετανοί αποικιοκράτες γαλουχούσαν, εκπαίδευαν, καθόριζαν συνειδήσεις, εκμεταλλεύονταν, έσφαζαν και ρήμαζαν αλλά κυρίως έχτιζαν τα στρατόπεδα των προθύμων και κατέγραφαν σχολαστικά και το χέσιμο του πουλιού που πέταξε αρχικά με όχημα την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, αυτοί οι ίδιοι, οι Βρετανοί που αξιοποίησαν μέχρι και τους θανατοποινίτες τους, αφού στα πλοία του βρετανικού στόλου που κατέφθασαν στην ως τότε άγνωστη ήπειρο, την σημερινή Αυστραλία, στις 26 Ιανουαρίου 1788 επέβαιναν 736 θανατοποινίτες και 500 δεσμοφύλακες, η δεξιότητα των οποίων αποδείχτηκε ανεκτίμητη για το κυνήγι, την αιχμαλωσία και την εκμετάλλευση των Αβορίγινων για την δημιουργία της βρετανικής αποικίας, νομοτελειακά δημιούργησαν και όλους τους λόγους για την “απλή στρατιωτική ανταρσία”, σύμφωνα με δήλωση του Βρετανού πρωθυπουργού, στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει όχι τόσο την έκταση και τη σημασία της αντίδρασης, όσο για να δικαιολογήσει τις αποφάσεις και τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την επίσημη κατοχή της Ινδίας για τα επόμενα 90 χρόνια.
Το σύνθημα «οι άνθρωποι ανήκουν στο Θεό, η χώρα στον αυτοκράτορα – Gūrkāniyān (που σημαίνει γιος του δικαίου) και η εξουσία στους Ινδούς στρατιώτες» των εξεγερμένων στρατιωτών του Ινδικού Στρατού και ο όρκος τους να διώξουν όλους τους ξένους από ολόκληρη την Ινδία οδήγησε τους ίδιους και πάνω από 100.000 ανθρώπους σε σφαγιασμό και απαγχονισμούς μέχρι και στο δέσιμό τους μπροστά από κανόνια που τους κομμάτιαζαν. Το 2007 η κυβέρνηση της Ινδίας γιόρτασε τα 150 χρόνια από τον Πρώτο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Ινδίας.

 Το Ματωμένο Λουλακί
Η Λουλακί Εξέγερση ξέσπασε δύο χρόνια αργότερα, το 1859 στη Βεγγάλη της Ινδίας, μόλις 82 χρόνια μετά την δια των όπλων υποχρεωτική μονοκαλλιέργεια του φυτού Ινδικοφόρος η βαφική στην περιοχή. Ο νόμος που ψήφισε το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου το 1833 και φέρει τον τίτλο «Νόμος 1833 – Η Κυβέρνηση της Ινδίας» ή «Νόμος 1833 της Αγίας Ελένης», του νησιού που βρίσκεται στο νότιο Ατλαντικό Ωκεανό, που σαν περιουσιακό στοιχείο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών πέρασε ως αποικία στη δικαιοδοσία του Στέμματος και μέχρι σήμερα ανήκει στις εξαρτημένες περιοχές από την Μεγάλη Βρετανία, ενώ σηματοδοτούσε την απαρχή ενός συστήματος διακυβέρνησης για ολόκληρη την Ινδία, διαφορετικό από το δεσποτικό που κυριαρχούσε ως τότε, επιτρέποντας την συμμετοχή των ίδιων των ιθαγενών Ινδών στον τομέα των υπηρεσιών και προσπάθησε να διαχωρίσει και να αποκεντρώσει την εκτελεστική και νομοθετική λειτουργία, για τους Βρετανούς αποικιοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες ήταν το απόλυτο σύστημα καταπίεσης, το οποίο τους παραχωρούσε το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θεωρούσαν αναγκαίο κατά την άσκηση της αυθαίρετης και απάνθρωπης εξουσίας που ασκούσαν στους αγρότες για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους από το όλο και πιο κερδοφόρο εμπόριο λόγω της ζήτησης για λουλακί χρώμα στην Ευρώπη.
Η ζήτηση για Ινδικόν τον 19ο αιώνα αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι το 1897 μόνο στην Ινδία 7.000.000 στρέμματα γης, όσο 3 Λουξεμβούργα, ήταν αφιερωμένη στην καλλιέργεια της Ινδικοφόρου βαφικής. Οι καλλιεργητές γης στην Ινδία δεν μετατράπηκαν άμεσα σε σκλάβους αλλά, ακόμη χειρότερα, αλυσοδένονταν με τοκογλυφικό χρέος με τρόπο που να μην μπορέσουν να αποπληρώσουν ποτέ ούτε οι κληρονόμοι τους και διώκονταν ανελέητα αν προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τρόφιμα. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να δανείζονται με υπέρογκο τόκο από τους zamindars - τους δανειστές χρήματος τα ενυπόθηκα δάνεια – dadon.
Επεξεργασία ινδικού από Ινδούς "εργάτες" υπό την εποπτεία Ινδού ραβδούχου και Άγγλων ιδιοκτητών
Όσο και να αυξανόταν η παραγωγή της Ινδικοφόρου της βαφικής, οι αγρότες αποζημιώνονταν μόνο με το 2,5% της τιμής αγοράς Ινδικού, ανήμποροι να αντιδράσουν και καταδικασμένοι να υπακούουν υπό την συνεχή απειλή της καταστροφής της όποιας περιουσίας τους από τον αποικιοκρατικό Ινδικό Στρατό μέχρι που τον Φεβρουάριο του 1859 στην περιοχή Nadia οι αδερφοί Bishnucharan Biswas και Digambar Biswas ηγήθηκαν της εξέγερσης, η οποία εξαπλώθηκε στις άλλες περιοχές της Βεγγάλης, Murshidabad, Birbhum, Burdwan, Pabna, Khulna, Narail. Οι αγρότες οδήγησαν σε δημόσια δίκη κάποιους μεγαλογαιοκτήμονες αποικιοκράτες, οι οποίοι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν, είδηση που έτρεψε σε φυγή τους ομοίους τους. Οι αποθήκες του έτοιμου προς εξαγωγή Ινδικού πυρπολήθηκαν. Οι αγρότες πήραν στο κυνήγι και τους τοκογλύφους δανειστές τους. Οι αδελφοί Biswas από την περιοχή Nadia, ο Kader Molla από την Pabna και ο Rafique Mondal από την Malda έγιναν λαϊκοί ηγέτες. 
Η Λουλακί Εξέγερση συγκαταλέγεται στο Ινδικό Κίνημα Ανεξαρτησίας και χαρακτηρίστηκε ως πρόδρομος της μη βίαιης - παθητικής αντίστασης, την οποία αργότερα υποστήριξε ο Μοχάντας Καραμτσάντ – Μαχάτμα - Γκάντι. Τους εξεγερμένους αγρότες κυνήγησε και κατέσφαξε ο βρετανικός κατοχικός στρατός. Η καταστολή της εξέγερσης ήταν τόσο βίαιη και αδίστακτη όσο την χαρακτήρισε ο ειρηνοδίκης E.W.L Tower στην εξεταστική των περιστατικών «Επιτροπή του 1860» : “κάθε κιβώτιο Ινδικού που φτάνει στην Αγγλία είναι βαμμένο με ανθρώπινο αίμα, το σύστημα παραγωγής Ινδικού θεωρώ ότι είναι ένα σύστημα αιματοχυσίας”.

 Οι Ινδοί κοτζαμπάσηδες των Βρετανών
Οι Βρετανοί στο Ηνωμένο Βασίλειο ταρακουνήθηκαν μόνο όταν μειώθηκαν οι πωλήσεις του Ινδικού και έγινε δημοφιλές το συνθετικό λουλακί χρώμα. Κι αυτό γιατί ήταν υποχρεωμένοι να αντικαταστήσουν τις γεωργικές καλλιέργειες της Ινδίας προκειμένου να διατηρήσουν τα αποικιοκρατικά συμφέροντα στην ινδική οικονομία. Οι Ινδοί αγρότες συνειδητοποιήθηκαν περισσότερο μετά την επιστροφή του Γκάντι στην Ινδία το 1915. Η υποστήριξη των Taluqdars της Oudh στους Βρετανούς δεν εξηγείται επειδή νόμιζαν ότι οι αποικιοκράτες είχαν μαζί τους ομάδες επιστημόνων, οι οποίοι θα τους βοηθούσαν στην επίτευξη της ανάπτυξης μέσω της επιστήμης, αλλά οφείλεται στο διακαή τους πόθο να διατηρήσουν τα ειδικά προνόμια που τους εξασφάλιζαν την πλουσιοπάροχη ζωούλα τους. Στα αραβικά ta'al-luk σημαίνει περιφέρεια και dar σημαίνει εκμετάλλευση. Οι ιθαγενείς μεγαλογαιοκτήμονες διορίστηκαν Taluqdars παίζοντας τον ρόλο των φεουδαρχών στην Ευρώπη και καθένας από αυτούς διοικούσε 84 χωριά και την κεντρική τους πόλη. Ήταν υπεύθυνοι να επιβάλουν τον νόμο και την τάξη, να παρέχουν στρατιώτες στην επαρχιακή κυβέρνηση και να αποδίδουν τους φόρους που συνέλεξαν στον επαρχιακό κυβερνήτη κρατώντας το ένα δέκατο των εισπραχθέντων εσόδων.
Ο δραματουργός – θεατρικός συγγραφέας Dinabandhu Mitra εξιστόρησε τους λόγους που οδήγησαν στη Λουλακί Εξέγερση στο έργο του «Nil Durpan» που μεταφράζεται ως ο Καθρέφτης του Ινδικού. Οι χαρακτήρες στο δράμα είναι από τη μια οι αγρότες χωρικοί και από την άλλη οι Βρετανοί μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες καλλιεργητές Ινδικού που είχαν στα χέρια τους το νόμο που τους εξασφάλιζε τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τους. Το έργο παρότρυνε τους αγρότες να αρνηθούν να σπείρουν Ινδικοφόρο βαφική στα χωράφια τους, ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά της εκμεταλλευτικής γεωργίας υπό την βρετανική κατοχή και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πραγματοποίηση της εξέγερσης. Ο ίδιος ο Dinabandhu Mitra έγραψε στον πρόλογο της αγγλικής μετάφρασης: “παρουσιάζω τον Καθρέφτη της Φύτευσης Ινδικού και την παραδίδω στα χέρια των εκμεταλλευτών. Τώρα, αν καθένας από αυτούς, αφού παρατηρήσει το πρόσωπό του, διαγράψει τη φακίδα από το λεκέ του εγωισμού από το μέτωπό του και την αντικαταστήσει με την ευεργετική πάστα σανταλόξυλου, τότε θα θεωρήσω την εργασία μου επιτυχία”, στην προσπάθειά του να παροτρύνει την ελίτ των διανοουμένων και των αστών στοχαστών της Καλκούτα να ενσωματωθούν στην εξέγερση των αγροτών. Σε αντίθεση με την εξέγερση των Ινδών στρατιωτών του αποικιοκρατικού Ινδικού Στρατού, η Λουλακί Εξέγερση ενσωμάτωσε το σύνολο του πληθυσμού της Βεγγάλης με την συμμετοχή όλων των κοινωνικών τάξεων.

  Από την Ινδία στις φυτείες του Αμερικανικού Νότου
Το 1740 ο συνταγματάρχης του Βρετανικού Στρατού George Lucas έστειλε από την Αντίγκουα, την νησιωτική χώρα στην Καραϊβική, τότε Βρετανικές Δυτικές Ινδίες, όπου μέχρι σήμερα Αρχηγός του Κράτους είναι η Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, στην δεκαοχτάχρονη κόρη του Ελίζα στη Νότια Καρολίνα της Βόρειας Αμερικής, η οποία λάτρευε την βοτανολογία, σπόρους Indigofera tinctoria – Ινδικοφόρου βαφικής, στην κοινή τους προσπάθεια να αξιοποιήσουν περισσότερο τα 5.100 στρέμματα, που ο συνταγματάρχης κληρονόμησε από τον πατέρα του. 
Cartpostale με θέμα την καλλιέργεια ινδικού από σκλάβους στον αμερικανικό νότο
Μετά από 3 χρόνια πειραματισμών, η Ελίζα με την τεχνογνωσία των σκλάβων της, οι οποίοι κατάγονταν από την Δυτική Αφρική και γνώριζαν την καλλιέργεια του φυτού Indigofera tinctoria, χρησιμοποίησε την πρώτη σοδειά της για σπόρο με τον οποίο πλημύρισε τα εκεί υψίπεδα. Λόγω της επιτυχίας της, ο όγκος του εξαγόμενου φυτικού χρώματος λουλακί αυξήθηκε από 5,000 λίρες το 1745 σε 130,000 λίρες το 1748, καθιστώντας το Ινδικό δεύτερο μετά το ρύζι ως εμπόρευμα συγκομιδής μετρητών της αποικίας της Νότιας Καρολίνας και συμβάλλοντας τα μέγιστα στον πλούτο των αποικιοκρατών μεγαλογαιοκτημόνων καλλιεργητών του.
Έναν αιώνα μετά από το επιτυχημένο επιχείρημα της Ελίζα Λούκας δύο επιχειρηματίες από το Σαν Φρανσίσκ, ο Jacob Davis και Davis Strauss θα χρησιμοποιήσουν τις βαφές της Λούκα φτιάχνοντας το γνωστό blue jean. 

Από την Αμερική στην Γαλλία και τελικά στην Γερμανία
Το πλοίο με το σημειολογικό όνομα «Reprisal», που σημαίνει αντίποινα, με το οποίο ο πραγματιστής Benjamin Franklin έπλευσε το Νοέμβριο του 1776 στη Γαλλία, όπου έφτασε το Δεκέμβριο του 1776 ως Επίτροπος των Ηνωμένων Πολιτειών και παρέμεινε μέχρι το 1785 για να χτίσει την κρίσιμη στρατιωτική συμμαχία του 1778, με σκοπό να επιστρατεύσει την υποστήριξη της Γαλλίας στην Αμερικανική Επανάσταση, και για να διαπραγματευθεί και να υπογράψει την Συνθήκη του Παρισιού του 1783, είχε στα αμπάρια του και 35 βαρέλια Ινδικού, η πώληση των οποίων θα βοηθούσε στην χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας. 
Στις 31 Οκτωβρίου 1835 ο Λουθηρανός γεωδαίτης Johann Jacob Baeyer και η Εβραία που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό Eugenie Hitzig, κόρη του Εβραίου Julius Eduard Hitzig, της γνωστής εβραϊκής οικογενείας Itzig, έφεραν στον κόσμο και συγκεκριμένα στο Βερολίνο, τον γιο τους Johann Friedrich Wilhelm Adolf Baeyer, τον οποίο βάφτισαν ο Γερμανός βοτανολόγος και ποιητής, Louis Charles Adélaïde de Chamissot - Adelbert von Chamisso, και ο Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός, φυσικός και γαιωδαίτης Friedrich Wilhelm Bessel. (Ήταν γνωστός ως Adolf Baeyer (Αδόλφος φον Μπάιερ μέχρι τα 50ά γενέθλιά του, όταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΙ της Βαυαρίας τον τίμησε με τον τίτλο “von” της κληρονομικής αριστοκρατίας). 
Το 1865 ο χημικός Adolf von Baeyer άρχισε να εργάζεται για τη χημική σύνθεση του λουλακί χρώματος. Περιέγραψε την 1η σύνθεση του ινδικού το 1878 από ισατίνη και τη 2η σύνθεση το 1880 από 2-νιτροβενζαλδεϋδη, μέχρι που το 1883 προσδιόρισε τελικά την δομή του λουλακί, παρότι η σύνθεση του παρέμενε πρακτικά αδύνατη. Οι εταιρείες BASF και Hoechst ανέθεσαν στους Johannes Pfleger και Karl Heumann την έρευνα, οι οποίοι το συνέθεσαν με Ν- (2-καρβοξυφαινυλ) γλυκίνης από ανιλίνη και πέτυχαν την οικονομικά ελκυστική διαδρομή για τη βιομηχανική μαζική παραγωγή το 1897 από την εταιρεία BASF. 
Το 1897, 19,000 τόνοι Ινδικού παρήχθησαν από φυτικές πηγές. Το 1914, εξαιτίας της οργανικής χημείας η παραγωγή Ινδικού από φυτικές πηγές μειώθηκε σε 1,000 τόνους. 
Το 2002, η παραγωγή συνθετικού λουλακί χρώματος ήταν 17,000 τόνοι παγκοσμίως. Ο Adolf von Baeyer τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1905 για τη μεγάλη του προσφορά στις χρωστικές ουσίες και συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Εβραίων, που τιμήθηκαν με βραβεία Νόμπελ.
« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια