γράφτηκε
στον Τοίχο
6.5.17
-
0
Comments
Γιάννης Λαζάρου
Στις δύσκολες εποχές που έχει περάσει ο λαός η τέχνη με κάθε τρόπο βοήθησε από το να ανακουφίσει την δυστυχία του καταπιεσμένου μέχρι να τον καλέσει σε αντίδραση. Ένα τραγούδι, μια ζωγραφιά, μια παράσταση θεάτρου φώλιαζαν την ελπίδα στις καρδιές των καταπιεσμένων και τους έδιναν κουράγιο ακόμη και για αντίσταση απέναντι στον καταπιεστή.
Μεγάλο ρόλο έπαιξε η τέχνη και στην καταγραφή των γεγονότων στους δύσκολους καιρούς γιατί και την εποχή που υπήρχαν οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι αν δεν υπηρετούσαν τον κατακτητή δεν υπήρχαν ως εργαζόμενοι. Έτσι πάλι η τέχνη κατέγραψε ιστορίες και γεγονότα που θα είχαν ξεχαστεί ή αλλοιωθεί αν δεν γινότανε ένα τραγούδι ή μια ζωγραφιά.
Στις μέρες μας η «καλλιτεχνία» σιωπά, δεν βλέπει δεν ακούει, δεν καταγράφει τίποτε απολύτως. Ίσως γιατί οι σημερινοί «καλλιτέχνες» θεωρούν δίκαιο και ανθρώπινο ό,τι οι παλαιότεροι κατακεραύνωσαν αφού ήταν απέναντι στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Το ξεκίνημα
Ένας από τους καλλιτέχνες που κατέγραψαν την φρικιαστική περίοδο της πρώτης Γερμανικής κατοχής είναι ο Μιχάλης Γενίτσαρης.
Γεννημένος το 1917, έζησε από τα παιδί την αδικία αλλά και τον τιτάνιο αγώνα της επιβίωσης παλεύοντας και έχοντας απέναντί του ένα ανθρωποφάγο σύστημα που τα ήθελε όλα. Το μυαλό του και η ψυχή κατέγραφαν όλη αυτή την αδικία και όταν ανακάλυψε την μουσική με ένα μπουζούκι έβγαλε τον πόνο τον δικό του αλλά και όλου του προλεταριάτου από τα σπλάχνα του οποίου προέρχονταν.
Ήταν φυσικό από πολύ νέος να ανοίξει «λογαριασμούς» με την εξουσία αφού εκτός από την φυσική απέχθεια που έτρεφε γι' αυτήν εθεάθη και με μπουζούκι. Όργανο που εκείνη την εποχή ήταν ουσιαστικά στην παρανομία. Το κοινωνικό περιθώριο ήταν ο εχθρός του συστήματος και όσοι ήταν κοντά του απέναντι στην εξουσία με «λερωμένο μητρώο».
Έτσι και ο Μιχάλης, που είχε την ατυχία να συναντηθεί με έναν χωροφύλακα ο οποίος του έσπασε το μπουζούκι. «Το αποτέλεσμα το λέω τώρα: τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα και πλήρωσα άσχημα...άστα».
Τα πρώτα τραγούδια του ήταν πριν τον πόλεμο και είχαν κοινωνικό περιεχόμενο αλλά και περιγραφές μιας καθημερινότητας που τον τράβαγε πιο πολύ, αυτή του «κοινωνικού περιθωρίου».
Εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι
κατάλαβα τα έξυπνα κι 'εμαθα μπουζουκάκι
Αντί σχολειό μου πάγαινα μεσ' του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά να μάθω μπουζουκάκι.
Τα νταραβέρια με την αστυνομία μεγάλωναν και η ανυπότακτη φύση του ήταν συνέχεια απέναντί της. «...εγώ δεν ήμουνα φίλος με την εξουσία...λέω τώρα πως δεν τους γουστάριζα, ούτε κι αυτοί εμένα». Έτσι τα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας, δικάστηκε, φυλακίστηκε και εξορίστηκε με τον χαρακτηρισμό του «δημόσιου κινδύνου».
Ήταν οι εποχές που σχεδίαζε και με άλλους φίλους του να πάνε στα βουνά να γίνουν αντάρτες να γλιτώσουν από την καταπίεση και τα βάσανα της εξουσίας.
Τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής
Δεν χρειάστηκαν πολλά για να ταχθεί αμέσως με τον λαό και να πάρει το μέρος του αφού γι' αυτόν ουσιαστικά η κατάσταση δεν άλλαξε. Όμως η δυστυχία που έβλεπε γύρω του τον έκανε θηρίο ανήμερο. Πολιτικοποιήθηκε αμέσως αφού, όπως ομολογεί, οι συμπάθειες που είχε στην Αριστερά εκτός από την προσωπική ματιά στα γεγονότα τού έδειχναν και όλη την πραγματικότητα.
Άρχισε καταγράφει τα πάντα και να τα κάνει τραγούδια. Η αναλγησία και η απληστία των μαυραγοριτών πέρασε με το τραγούδι του από στόμα σε στόμα.
Μικροί μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι
κι αφήσαν όλον τον ντουνιά με δίχως πορτοφόλι
Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες, τσουβάλια κουβαλούν, κανέναν δεν ψηφάνε,
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια,
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας
για δυο ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας.
Οι εικόνες και τα βάσανα του λαού δεν έλειπαν καθημερινά, όμως υπήρχαν και περιστατικά που η «θεία δίκη λειτουργούσε».
«Μια μέρα μαθαίνω πως στον Πειραιά, στα Ταμπούρια πιάσανε κάτι μαυραγορίτες που παίρνανε λάδια από τα νησιά. Τους μαρτυρήσανε κάτι ταγματασφαλίτες γιατί δεν πήραν το μερτικό τους. Τους πήρανε οι Γερμανοί και τους κρέμασαν τους λαλάδες σε μια πλατεία στην Αθήνα. Ήταν ο Κοιλάκος, ο Παναγιωτούρος και δυο Μανιάτες. Οι Γερμανοί υποχρέωσαν όποιον περνούσε να φτύνει τα πτώματα. Έκαναν αδικίες αυτοί, ο κόσμος πέθαινε από την πείνα κι αυτοί θησαύριζαν. Από τον ντόρο που έγινε για τους λαλάδες αποφάσισα να γράψω ένα τραγούδι που χτύπαγε τους μαυραγορίτες».
Όσοι πουλάνε ακριβά οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς όπως τους δυο λαλάδες,
που τους κρεμάσαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι περνούσαν από κει τους έφτυναν το πτώμα,
Προσέχτε οι υπόλοιποι μην το περνάτ' αστεία
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.
Το θέμα με τους μαυραγορίτες ήταν ανεξάντλητο και τα κρούσματα πολλά. Μέχρι και νερό πωλούσαν αντί για λάδι στους τενεκέδες.
Με πιάσαν ένα απόγεμα εις το Μεταξουργείο,
γιατί επούλαγα νερό, για λάδι ένα δοχείο,
Αχ, τώρα πως θα γλυτώσει
Μεσ΄τη φυλακή θα λιώσει
Κι αμέσως με δικάσανε δυο χρόνια, τον καημένο
και μ' έκλεισαν μεσ' του Συγγρού σαν λέων λυσσασμένο,
Εκεί είδα μάνα μου πολλούς, γδυτούς και πεινασμένους
κι από τον τύφο κρούσματα, βγάζανε πεθαμένους,
Τρέξε μανούλα βγάλε με και δεν το ξανακάνω
δυο χρόνια μεσ' τη φυλακή ο δόλιος θα πεθάνω.
Εδώ μάλλον έχουμε να κάνουμε με κάποιον μαυραγορίτη που κάνει την αντιπάθεια του Γενίτσαρη γι' αυτούς να υποχωρήσει επειδή ήταν μάλλον φίλος του.
Οι σαλταδόροι
Το σαλτάρισμα ήταν μια πράξη δικαιοσύνης, μια πράξη αντίστασης απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις που σκότωναν και καταπίεζαν ένα ολόκληρο λαό. Οι σαλταδόροι με κίνδυνο φυσικά της ζωής τους σάλταραν στα εν κινήσει καμιόνια του εχθρού και άρπαζαν ότι υπήρχε σ' αυτά. Ήταν πολλών κατηγοριών. Ήταν αυτοί που δούλευαν για τον εαυτό τους, ήταν και άλλοι που μεταπωλούσαν ό,τι άρπαζαν, όμως στη συνείδηση του λαού καταγράφηκαν όσοι μοίραζαν τα αγαθά για να ζήσουν και άλλοι.
Ο Γενίτσαρης συγκλονισμένος από την παλικαριά τους και γνωρίζοντας πολλούς από αυτούς εμπνέεται από το παράπονο ενός πελάτη σαλταδόρου, «...αφού δεν να κάνουν αυτή την δουλειά, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;».
Ζηλεύουνε δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε,
Μα εγώ πάντα βολεύομαι γιατί τηνε σαλτάρω,
σε κάνα αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω,
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω,
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε,
Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα εμείς δεν τους ακούμε,
εμείς θα τη σαλτάρουμε, ώσπου να σκοτωθούμε,
Σάλτα, ρίξε τη ρεζέρβα,
ένα ντου και σήκω φεύγα.
Ο Γενίτσαρης καταγράφει την παλικαριά αλλά και τις δυσκολίες των σαλταδόρων, έτσι μια παραλλαγή του περίφημου «Σαλταδόρου» είναι:
Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη την βίδα,
του ρίξανε οι Ιταλοί με μια αραβίδα,
Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη ρεζέρβα,
οι Γερμανοί του ρίξανε στα σπλάχνα του μια σφαίρα,
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
στο γερμανικό το κάρο
και θα πάρω κουραμάνα,
για να φάει παιδί και μάνα.
Ο Στέλιος Καρδάρας
Ο Γενίτσαρης όπως και όλοι είναι συγκλονισμένοι την εποχή εκείνη με τη δράση του Στέλιου Καρδάρα. Πριν φτάσει στα δεκαοχτώ είχε ρημάξει με τα σαμποτάζ τους Γερμανούς. Δεν ήταν μόνο ένας άφταστος σαμποτέρ αλλά και η κορυφή των σαλταδόρων.
«Ο Στέλιος ήταν ο θεός της φτωχολογιάς, τα τρόφιμα αλλά και ότι άρπαζε από τους Γερμανούς τα μοίραζε στον κόσμο που πείναγε και υπέφερε». Οι Γερμανοί τον είχαν επικηρυγμένο, τον κυνηγούσαν θεοί και δαίμονες. Όμως ο Στέλιος συνέχιζε να τους πολεμά χωρίς να μπορούν να τον πιάσουν. Όμως η ατυχία και οι ταγματασφαλίτες έπαιξαν τον ρόλο τους για την σύλληψή του.
«Ήτανε καλοκαίρι, πήγε σε μια στέρνα στου Ρέντη να πλυθεί και να πιει νερό. Έβγαλε τα πιστόλια και τα ακούμπησε δίπλα. Τον γνώρισαν κάποιοι ταγματασφαλίτες. Φέρανε κι άλλους. Πενήντα τουφέκια έπεσαν απάνω του να βγάλουν το άχτι τους. Τον δέσανε με σύρμα και τον έσυραν στον Άγιο Διονύση. Τον βασάνισαν, του έκοψαν μέχρι τα γεννητικά όργανα. Ο Στέλιος ήταν μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε».
Ο Γενίτσαρης που ιστορεί τα παραπάνω τρέμοντας από συγκίνηση και θυμό γράφει και τραγουδά:
Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά, Παλιά και νέα Κοκκινιά,
κλάψε και συ τώρα, ντουνιά, πιάσαν το Στέλιο τα σκυλιά,
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες,
Δεμένο τον επήγανε προς τον Αγιο Διονύση,
δέκα τουφέκια τούριχναν ώσπου να ξεψυχήσει,
Θεέ μου, ας προλάβαινες, να 'κανες άλλη κρίση,
που ΄χε μανούλα κι αδερφές και έπρεπε να ζήσει,
Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ' ήταν στην αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έζησε μέχρι τον Μάιο του 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου