γράφτηκε
στον Τοίχο
11.1.19
-
0
Comments
Επιμέλεια: Τρύφων Λιώτας
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό "Νέα Εστία". Συμμετείχε στην έκδοση και σύνταξη των περιοδικών "Μαρτυρίες" και "Προτάσεις" και στη συνέχεια, το 1973, συμμετείχε στην ίδρυση και έκδοση του περιοδικού "Σημειώσεις", στις σελίδες του οποίου έχει δημοσιευθεί μεγάλος μέρος του συγγραφικού του έργου.
Έχει αρθρογραφήσει σε πλήθος περιοδικών και εφημερίδων μεταξύ των οποίων στην Καθημερινή, την Βραδινή κ.α. Είναι επίσης υπεύθυνος των εκδόσεων Έρασμος.
Παράλληλα με την ποιητική του δραστηριότητα έχει δημοσιεύσει αρκετά δοκίμια και μελέτες και έχει πραγματοποιήσει δεκάδες μεταφράσεις έργων, θεωρητικού κυρίως περιεχομένου.
-------------------------
«[…] Μέχρι στιγμής όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες δεν κατάφεραν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο καταπίεση-εξέγερση-καταπίεση. Η επαναστατική απαίτηση για δικαιοσύνη δεν ικανοποιείται παρά σπάνια και πρόσκαιρα. Η εξέγερση ηττάται στο πιο κρίσιμο σημείο της, στο σημείο που αφορά τη μοίρα της ανθρώπινης ελευθερίας. Κάθε προσπάθεια που αποτυχαίνει να φτάσει το στόχο της, κατρακυλάει πάντα πιο πίσω από το σημείο αφετηρίας της αξιοποιώντας αρνητικά την αρχική ορμή της.
Ο φασισμός απέδειξε πως οι πιο γερές αλυσίδες μας φτιάχνονται από τις αξίες που στρεβλώνουμε ή προδίδουμε. Ό,τι χάνεται στο ανθρώπινο επίπεδο θα κερδηθεί στο επίπεδο του εκπολιτισμένου κοπαδιού. Πίσω από το στραπατσαρισμένο αίτημα της επικοινωνίας αναδύεται η ειδωλολατρεία των δημόσιων σχέσεων και ο ολοκληρωτισμός της διαφήμισης. Το αίτημα της συντροφικότητας, καταχωνιασμένο μέσα σ’ όλα τα δόγματα, παραμορφωμένο μέσα σ’ όλες τις θρησκείες, διαμαρτυρόμενο μέσα σ’ όλες τις τέχνες, εξακολουθεί να υπάρχει. Η επανάσταση της αγάπης, που θα σταματούσε το πανάρχαιο εκκρεμές από το φόνο στη λατρεία κι από τη λατρεία στο φόνο, αντικαθιστώντας την πατρική εξουσία με την αντεξουσιαστική αδελφοσύνη, αυτή η ‘τελευταία’ επανάσταση αναγγέλθηκε πολλές φορές αλλά το αίμα δεν έπαψε να τρέχει γιατί η αλυσίδα της αδικίας δεν έσπασε ακόμα πουθενά.
Η άποψη πως κάθε επανάσταση κάποια στιγμή είτε συντρίβεται, είτε κρατικοποιείται και στρέφεται εναντίον των ανώνυμων που την έκαναν, δεν στοιχειοθετεί μια ‘μεταφυσική της ιστορίας’ αλλά διαπιστώνει μια ιστορική τραγωδία. Η τραγωδία είναι χωρίς κάθαρση και προκύπτει από το γεγονός πως καμιά ρεαλιστική εκτίμηση και καμιά αυτεπίγνωση δεν πείθει τον άνθρωπο ν’ αποσύρει ή ν’ ανακαλέσει τα βαθύτερά του αιτήματα. Αυτό το ‘παράλογο’ στοιχείο δημιουργεί τη δυστυχία και την ανθρωπιά του ανθρώπου […]».
-------------------------
Ποια είναι η σχέση «προόδου» και επανάστασης ; Είναι γεγονός πως θεωρείται αυτονόητη , δεδομένη και μια για πάντα προσδιορισμένη , τόσο από τον αστικό φιλελευθερισμό και την ουμανιστική του ρητορεία όσο και από την «ρεαλιστική» (διάβαζε : εξουσιαστική) πτέρυγα του μαρξισμού, η οποία κληρονόμησε όλη την καταισχύνη του προοδευτικού καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τον Ένγκελς κάθε επανάσταση ή εξέγερση που δεν τείνει στην πρόοδο της Ιστορίας (δηλαδή στην εξέλιξη του συστήματος εξουσίας) αλλά αντίθετα στο φρενάρισμα της προόδου αυτής καθεαυτή , της προόδου ως αυτοσκοπού και αυταξίας , συνεπώς στο φρενάρισμα του καρκινικά αυτονομημένου και κακοηθούς τεχνολογικού πανοικονομισμού , αποτελεί ουτοπία και μάλιστα «αντιδραστική» ! Κάθε επανάσταση που δεν εκφράζει την αναγκαιότητα για οικονομικές και κοινωνικές διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό την περαιτέρω ή την αποδοτικότερη λειτουργία του συστήματος δεν αποτελεί πράγματι επανάσταση αλλά «αντιιστορική» ή «οπισθοδρομική» κίνηση …
Δεν μας μένει λοιπόν παρά να αναζητήσουμε το μόνο ουσιώδες περιεχόμενο της επανάστασης στον ουτοπικό ακριβώς χαρακτήρα της.
Γιατί ο «πολιτικός ρεαλισμός» μιας τέτοιας αντίληψης , θέλοντας να είναι πάντα με το μέρος της Ιστορίας που γράφουν οι νικητές και ποτέ εναντίον της (άρα και εναντίον τους), καταδικάζει κάθε συναισθηματικό , ηθικό , βιωματικό , και τελικά υπαρξιακό δυναμικό της εξέγερσης , η οποία όταν δεν καταγγέλλεται – καταστέλλεται άμεσα , αναστέλλεται πάντα στο όνομα ενός μίζερου ρεαλισμού, ενός ευνουχισμένου «σοσιαλισμού» και μιας αφηρημένης οικονομίστικης δεοντολογίας αράγιστης στα ερωτήματα και τις ενστάσεις που θέτει ο ανοικονόμητος σκεπτικισμός .
Ως πότε η επανάσταση θα συνδέεται με την πρόοδο της οικονομίας ; Και αν υπάρχει μια «ιστορική αναγκαιότητα» που κινεί αυτή την πρόοδο τι σχέση μπορεί να έχει μια επανάσταση με αυτή τη διαρκή αναπαραγωγή της εθελόδουλης και λιπαρής ευτυχίας των ηλιθίων ; Μέχρι πότε και γιατί θα πρέπει η επανάσταση να «προωθεί» την οικονομία ; Κι αν αυτή την προώθηση μπορεί να την πραγματοποιήσει μια ολοκληρωτική εξουσία (και έχει αποδειχτεί πως μπορεί) τι θα πούμε τότε για αυτή την ολοκληρωτική εξουσία ; Με τι κριτήρια θα την καταδικάσουμε (αν, εννοείται θέλουμε πια να την καταδικάσουμε) αφού το οικονομικό κριτήριο της «προόδου» μαρτυρεί υπέρ αυτής ; Και τι χρειάζεται τότε στην τελική αυτή η «επανάσταση» όταν υπάρχουν φασιστικές ή «κομμουνιστικές» μορφές κοινωνικής επιστράτευσης που μπορούν να εξαντλήσουν κάθε όριο και κάθε δυνατότητα της άλογης διαδικασίας «παραγωγή για την παραγωγή» και «πρόοδος για την πρόοδο» ;
Η επανάσταση, όποτε υπήρξε, ήτανε πάντα το ρήγμα σε αυτή τη διαδικασία , σε αυτή την τρελή αλυσίδα της προοδευτικής συσσώρευσης , ήταν ένα ξαφνικό και προσωρινό σταμάτημα . Στη συνέχεια η Ιστορία «οφείλει» και πάλι να «προχωρήσει»: η επανάσταση θα ηττηθεί ή θα «νικήσει», θα γίνει Μνήμη ή θα γίνει Κράτος , θα γίνει φάντασμα ή υπηρέτρια της πολιτικής οικονομίας . Τότε όλο το χυμένο και χαμένο αίμα θα γίνει αίμα κερδισμένο , κομματικό φολκλόρ, «κόκκινος ψαλμός», τελετουργικό πλακάτ, άρτος και θέαμα των μαζών, όπιο και αντίδωρο των εθνικών ποιητών.
Μετά τις επαναστάσεις έρχονται οι εξουσίες να πουν στους επιζήσαντες προς χάριν ποιων σκοπών έπεσαν αυτοί που έπεσαν. Μετά τους νεκρούς έρχονται οι συγγενείς στα ταμεία συντάξεων. Μετά τα τραγούδια του έρωτα και του θανάτου έρχονται οι εθνικές επέτειοι με τα γεροντικά φληναφήματα των φιλοσόφων, οι οποίοι αν δεν έγιναν άρχοντες της πλατωνικής Πολιτείας , που ονειρεύτηκαν ή δίδαξαν ως ιδεατή κομμούνα και την βίωσαν ως σύγχρονο στρατώνα , τα κατάφεραν επιτέλους να γίνουν πρόεδροι της αστικής δημοκρατίας .
Μετά το «χάος» έρχεται πάντα η «τάξη» μια λέξη που μυρίζει ανθρώπινο κρέας. Αυτή είναι η μοίρα της επανάστασης και αυτή είναι η μοίρα των νεκρών της: να τους αλλάζουνε το νόημα του θανάτου τους προς όφελος των ζωντανών και προς όφελος της εξουσίας .
Γιατί ό,τι επιζεί είναι η εξουσία . Αυτή θα μας πει τι ήταν το παρισινό 1871, το ρωσικό 1917, το ισπανικό 1936 , το ουγγρικό 1956 … Αυτή θα μας πει τι ήταν η επανάσταση στο παρελθόν και τι «οφείλει» να είναι στο μέλλον.
Αυτή θα στήσει αγάλματα στον Μαγιακόβσκι , στον Γκεβάρα , στο Πολυτεχνείο – και αυτή είναι που θα ξαναστήσει τα πολυβόλα μπροστά στα αυριανά Πολυτεχνεία .
- - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Στον κόσμο που ζούμε υπάρχει μια δογματική επιταγή θεών και ανθρώπων : « να είσαι καλός και συγχρόνως να μπορείς να επιζήσεις ». Υπάρχουν όμως στιγμές στη ζωή που για να επιβιώσεις πρέπει να χρησιμοποιήσεις βία να γίνεις δηλαδή «κακός»… Η πλήρης αποδέσμευση από την κριτική – αναλυτική σκέψη , το να βασίζεσαι μόνο στην ψευδοαυτάρκεια του συναισθήματος , οδηγεί στην παραίτηση από την αναζήτηση των αιτιών του προβλήματος δηλαδή στην άρνηση της βίας γενικά και «οποθενδήποτε προερχόμενης».
Αυτή ακριβώς η λέξη «οποθενδήποτε» είναι φορτωμένη με προαιώνια υποκρισία . Γιατί η μισή αλήθεια είναι διπλό ψέμα . Οι πρώτοι που καταδικάζουν τη βία είναι αυτοί ακριβώς που κατέχουν ή διεκδικούν το μονοπώλιό της . Η βία όμως έχει μια πρωταρχική πηγή , την εξουσία και τον πόθο της εξουσίας . Όλες οι άλλες πηγές είναι μόνο τα συμπτώματα της πραγματικής αρρώστιας .
Χωρίς την παραπάνω διάκριση δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τα πλαίσια του καθιερωμένου ιδεολογικού ψευτοδιλήματος : Βία και μη Βία.
Όμως οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος δεν αλλάζουν με καμιά ευχή και κανένα ξόρκι . Η βία είναι ούτως ή άλλως η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το πρόβλημα , μπορούμε μόνο να του προσθέσουμε ακόμα ένα ερώτημα : Κάτω από ποιες συνθήκες η απελευθερωτική βία μεταστρέφεται στο αντίθετό της ;
Μέχρι στιγμής όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες δεν κατάφεραν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο: καταπίεση – εξέγερση – καταπίεση. Η επαναστατική απαίτηση για δικαιοσύνη δεν ικανοποιείται παρά σπάνια και πρόσκαιρα .
Η εξέγερση ηττάται στο πιο κρίσιμο σημείο της , στο σημείο που αφορά τη μοίρα της ανθρώπινης ελευθερίας . Κάθε προσπάθεια που αποτυχαίνει να φτάσει το στόχο της κατρακυλάει πάντα πιο πίσω από το σημείο αφετηρίας της αξιοποιώντας αρνητικά την αρχική ορμή της : Ο φασισμός απέδειξε πως οι πιο γερές αλυσίδες μας φτιάχνονται από αξίες που στρεβλώνουμε ή προδίδουμε . Ό,τι χάνεται στο ανθρώπινο επίπεδο θα κερδηθεί στο επίπεδο του εκπολιτισμένου κοπαδιού. Πίσω από το στραπατσαρισμένο αίτημα της επικοινωνίας αναδύεται η ειδωλολατρία των δημοσίων σχέσεων και ο ολοκληρωτισμός της διαφήμισης .
Το αίτημα της συντροφικότητας , καταχωνιασμένο μέσα σε όλα τα δόγματα , παραμορφωμένο μέσα σε όλες τις θρησκείες , διαμαρτυρόμενο μέσα σε όλες τις τέχνες, εξακολουθεί να υπάρχει .
Η επανάσταση της αγάπης που θα σταματούσε το πανάρχαιο εκκρεμές από το φόνο στη λατρεία κι από τη λατρεία στο φόνο, αντικαθιστώντας την πατρική εξουσία με την αντιεξουσιαστική αδελφοσύνη, αυτή η «τελευταία» επανάσταση αναγγέλθηκε πολλές φορές αλλά το αίμα δεν έπαψε να τρέχει γιατί η αλυσίδα της αδικίας δεν έσπασε ακόμα πουθενά.
Η άποψη πως κάθε επανάσταση κάποια στιγμή είτε συντρίβεται είτε κρατικοποιείται και στρέφεται εναντίον των ανωνύμων που την έκαναν δεν στοιχειοθετεί μια «μεταφυσική της ιστορίας» αλλά διαπιστώνει μια ιστορική τραγωδία . Η τραγωδία είναι χωρίς κάθαρση και προκύπτει από το γεγονός πως καμιά ρεαλιστική εκτίμηση και καμιά αυτεπίγνωση δεν πείθει τον άνθρωπο να αποσύρει ή να ανακαλέσει τα βαθύτερά του αιτήματα . Αυτό το «παράλογο» στοιχείο δημιουργεί τη δυστυχία και την ανθρωπιά του ανθρώπου .
Πολλοί χάθηκαν και πολλοί θα χαθούν ακόμα μπλοκαρισμένοι στο δίλημμα : υποταγή ή αναρχία ; Ο Γκεβάρα προσπάθησε να απαντήσει χωρίς να βγει έξω από την Ιστορία – στερήθηκε την πολυτέλεια της υπεκφυγής και στριμώχτηκε ανάμεσα στο ναι ναι και το ου ου, πιστεύοντας πως η χώρα της ελευθερίας βρίσκεται μέσα στη χώρα της ανάγκης ή δεν βρίσκεται πουθενά . Δεν έζησε αρκετά για να μάθει περισσότερα αλλά ο θάνατός του είναι ίσως η μόνη δυνατή απάντηση σε πολλά πονηρά ερωτήματα .
Γιατί αν η κιθάρα και το ναρκωτικό στη θέση της γροθιάς και της συνείδησης χαρακτηρίζουν μια εποχή που κληροδοτεί την ελπίδα της επανάστασης στην απελπισία των επαναστατημένων, εντούτοις το σύνθημα «όλη η εξουσία στα λουλούδια» παρά την υπονοούμενη εκρηκτικότητά του παραμένει άκυρο όσο η «επανάσταση των λουλουδιών» δεν ραγίζει καν τα τσιμεντένια παρτέρια που μέσα τους ανθίζει . Η εκλογή του μικρότερου κακού δεν σώζει τις ψυχές μας γιατί το «ούτε με τους λύκους ούτε με τα πρόβατα» δεν ίσχυσε ποτέ και πουθενά ενώ κανείς δε ζει «αθώα» .
Δε μας μένει πια παρά να αρνηθούμε την εγκυρότητα κάθε τάξης και αρμονίας αν αυτές προϋποθέτουν τα δάκρυα έστω και ενός μόνο παιδιού. Η άρνηση αυτή της εγκυρότητας που βρίσκεται στη ρίζα κάθε εξέγερσης αποτελεί το πρώτο κριτήριο της ανθρωπιάς μας – και το τελευταίο της οδόφραγμα .
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Το παράλογο του φασισμού έγκειται στο ότι είναι και δεν είναι μια επανάσταση. Είναι η εκτρωματική επανάσταση που αναδύεται από την ενιαία αθλιότητα θύματος και θύτη , από την υπόγεια συνενοχή τους και συνεννόηση, είναι η επιθετικότητα που έχει διαστραφεί σε «πολιτική». Γιατί ο φασισμός δεν είναι η τρέλα αλλά η αποδοτικότερη χρησιμοποίηση της τρέλας από την πολιτική , δεν είναι η εξέγερση αλλά ο μύθος και η επίκληση της εξέγερσης , δεν είναι ο ατομικιστικός εγωισμός αλλά ο εθνικιστικός εγωισμός επειδή ακριβώς η ατομικότητα δεν υπάρχει παρά σαν ιδεολογική έκφραση μιας οικονομικής πραγματικότητας που συντρίβει το ατομικό .
Συγχρόνως όμως παράγει το τυποποιημένο πρότυπό του σε όλες τις δυνατές και καταναλώσιμες εκδοχές , από τον μυθολογικό ήρωα της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στον οικονομικό τομέα , μέχρι τους ήρωες της λαϊκής λογοτεχνίας , του ποδοσφαίρου και της τηλεόρασης .
Από αυτήν την άποψη ο φασισμός δεν είναι καθόλου η άρνηση του «πολιτισμού» μας αλλά η ίδια του η ουσία . Δεν είναι το παρελθόν αλλά το μέλλον.
Είναι η ποιότητα ζωής που διαρκώς χαμηλώνει , η αθλιότητα που μετακομίζει στις πολυκατοικίες , ο επουράνιος θρίαμβος της τσιμινιέρας , η χυδαιότητα που τρέχει με εκατό χιλιόμετρα , οι ανθρώπινες σχέσεις που σαπίζουν , οι κοινότητες που διαλύονται , η βλακώδης απάθεια που κρύβεται πίσω από πολιτικές και ποδοσφαιρικές εξάψεις και ο πνευματικός λήθαργος που περνάει για «πράξη». Ο φασισμός δεν είναι αυτό που πεθαίνει μέσα στα κείμενα που αγαπήσαμε – είναι αυτό που γεννιέται κάθε μέρα μπροστά μας.
---------------------------
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ
Ο αρχιτέκτονας της διώξεως των
ανταρτών της Δυτ. Γερμανίας, εισαγγελέας
Σ. Μπούμπακ, δολοφονήθηκε χθες στην
Καλσρούη από την «Επιτροπή Δράσεως
Ουλρίκε Μάινχοφ.»
(Οι εφημερίδες, 8-4-77)
[…]Η πραγματική (και αντιφατική) φύση της Δημοκρατίας είναι αυτή που εκδηλώνεται στο πανικόβλητο και γνησίως αντιδημοκρατικό μένος που κυριεύει τους δημοκρατικούς μόλις πάει να «διασαλευθεί» λίγο η τάξη. Για να μπορεί να υπάρχει η ωραία Δημοκρατία, δεν πρέπει να υπάρχουν οι ανθρώπινες συγκρούσεις. Ένα τζάμι να σπάσει σε κάποια διαδήλωση, οι εθνοπατέρες κουνάνε επιτιμητικά το δάχτυλο στους ατακτήσαντες, και μή, πολίτες : «Καθίστε φρόνιμα, αν θέλετε να έχετε δημοκρατία». Και κανένας δημοκράτης δεν βρέθηκε ποτέ να τους επιστρέψει αυτό το σόφισμα (που είναι και ειρωνεία και χλευασμός και υποκρισία) πετώντας τους κατάμουτρα τη σαρκαστική φράση του Νικολάι Γκόγκολ: «Αγαπάτε μας κι αξύριστους κύριοι, ξυρισμένους μας αγαπάνε κι άλλοι!».
Γιατί κανένας δημοκράτης δεν ομολογεί ότι το καθεστώς που θέτει το δίλημμα: «Ή εγώ ή τα τανκς» στην πραγματικότητα κυβερνάει ήδη με τα τανκς, είτε αυτά είναι ορατά όπως στη Βαρσοβία και την Άγκυρα, είτε είναι αόρατα όπως στον «ελεύθερο» κόσμο.
Όσο, τώρα, για τον ισχυρισμό ότι πράξεις όπως αυτές της ομάδας Μάινχοφ δίνουν αφορμή για αντιδημοκρατικές λύσεις, απλώς αντιστρέφει το πρόβλημα . Διότι η πολιτική αυτοδικία δεν αποτελεί την αιτία αλλά το σύμπτωμα του κακού. Όσοι επιμένουν να χρησιμοποιούν το μυαλό τους εις πείσμα των κομμάτων και των εφημερίδων βρίσκονται μπροστά σε αυτά τα ακραία γεγονότα γυμνοί από ιδεολογικές θωρακίσεις , ερμηνείες ή εκλογικεύσεις. Αντιμετωπίζουν το ερώτημα που τους τίθεται χωρίς τις έτοιμες εκείνες απαντήσεις που καταργούν ή απαγορεύουν το ερώτημα .
Και το ερώτημα είναι : από πού βγαίνουν όλοι αυτοί οι τρομοκράτες ; Από ποια σκοτάδια απελπισίας πέφτουν αυτοί οι πυροβολισμοί στην καρδιά του άτρωτου Θηρίου που συντρίβει έναν έναν τους μάταιους αντάρτες ; Άθλιες και πονηρές φυλλάδες , ακάθαρτες και μίσθαρνες φυλλάδες θολώνουν τα νερά για να ψαρέψουν την εκδοχή που τους βολεύει : έτσι γεννήθηκε ο ερμαφρόδιτος όρος «αναρχοφασισμός». Μόνο που φασίστες δεν φτάνουνε ποτέ στα λευκά κελιά και στα εκτελεστικά αποσπάσματα των δημοκρατιών. Φτάνουν μονάχα το πολύ πολύ μέχρι τους προθαλάμους των πταισματοδικείων ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που μπαίνουν ένδοξοι και λαμπροί στο ανάκτορο της Δημοκρατίας.
Κι ενώ οι φασίστες παίζουνε το φασισμό που τους ζητάει να παίζουν η δημοκρατία , οι «τρομοκράτες» εξοντώνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη , σε όλα τα καθεστώτα με όλους τους τρόπους . Δολοφονούνται , συκοφαντούνται , στραγγαλίζονται , φτύνονται , σκυλεύονται , χρησιμοποιούνται – απαγορεύονται στην ίδια μας τη σκέψη . Πεθαίνουν άδοξοι ή παραμορφωτικά ένδοξοι , μουγκοί ή γελοιοποιημένοι , «ήρωες» ή «κακοποιοί» […]
Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι μαυρισμένες ψυχές που καμιά εκκλησία , κανένα κόμμα δεν τις θέλει και καμιά ποίηση δεν τις χωράει ; «Αναρχικοί» και «τρομοκράτες», κομμάτια μοναξιάς που σφαδάζουν μέσα σε σιδερένια δάχτυλα και σκοτώνουν εν αμύνη – μόνο που η άμυνά τους είναι παράνομη γιατί καμιά άμυνα δεν είναι νόμιμη εναντίον του Κράτους: Εφημερίδες , παπάδες , δημ(ι)οκράτες , και «κομμουνιστές» τους τσακίζουν τα ανυπάκουα κόκαλα . Κι αυτοί κάνουν το μόνο που τους απομένει . Σκοτώνουν και σκοτώνονται . Ζωσμένοι χειροβομβίδες πέφτουν κάτω από τα «σοσιαλιστικά» τανκς , πυροβολούν φανατικούς ιεροεξεταστές του Ισλάμ και υπαλληλοποιημένους βασανιστές των ΗΠΑ , ανατινάζουν τα ανθρώπινα ρομπότ αλλά όχι και τη γενική αδιαφορία .
Είναι οι τελευταίοι πριν από την έλευση του Παγκόσμιου Παραδείσου όπου το Κράτος δεν θα χρειάζεται πλέον τη Βία . Όσο το Κράτος είναι υποχρεωμένο να φυλακίζει και να σκοτώνει σημαίνει πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι .
Αποσπάσματα από το βιβλίο του
Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου
«Η έσχατη στράτευση»
«Έχουμε δύσκολα μπροστά μας. Θα φάμε γερές θάλασσες, και δεν είμαστε μαθημένοι. Θα μάθουμε ή δε θα μάθουμε. Το ζήτημα είναι να μη βρεθούμε μετανάστες σ’ ένα ξένο μέλλον - ας είναι φτωχό, μα δικό μας. Η παγκόσμια χούντα του χρήματος "αναδιαμορφώνει" ισοπεδωτικά, μέσα σε άτεγκτα, αδιαπραγμάτευτα, προκρούστεια καλούπια τη ζωή και τα πρόσωπα των αιχμαλώτων της.
…Έχουμε δύσκολα μπροστά μας. Ν’ αλλάξουμε, αλλά χωρίς ν’ αλλοιωθούμε – να ξηλώσουμε οι ίδιοι την κουλτούρα της σπατάλης που μπαζώνει τη ζωή μας με σκουπίδια πολυτελείας, να ξαναδώσουμε αξία σε ό,τι αξίζει. Να διεκδικήσουμε την άμμο απ' το τσιμέντο, να Ξαναμπούμε κάποτε σεβαστικά στο κύμα, να σβήσουμε την ψώρα απ' τη φύση. Έχουμε δύσκολα. να διεκδικήσουμε την καρτερία απ' τη μιζέρια. Να τραβήξουμε κουπί. Εντάξει.
Μα μήπως πρέπει πρώτα να πετάξουμε κάποιους στη θάλασσα;»
----------------------------------------------------
«…Ο συγκεκριμένος φασισμός, αυτός που πέρασε από μια ορισμένη στιγμή της ιστορίας, δεν πρόκειται να ξαναφανεί ποτέ πια με το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Το δράμα συνεχίζεται αλλά οι μάσκες που χρησιμοποιήθηκαν πετάχτηκαν στην αποθήκη του θεάτρου ή κατέληξαν στραπατσαρισμένες στα χέρια των παιδιών που θέλουν να παίξουν το δικό τους ρόλο με ξένα προσωπεία. Ο φασισμός που θα έλθει δεν θα λέγεται πια φασισμός».
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου