γράφτηκε
στον Τοίχο
18.1.19
-
0
Comments
Επιμέλεια: Τρύφων Λιώτας
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922 – 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες.
Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.
-----------------------------------
«Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας»
(διασκευασμένο – συντομευμένο απόσπασμα , σελ. 136-141)
Οι υποκειμενικές ρίζες του επαναστατικού προτάγματος
Κάθε φορά που εκφράζεις επιθυμία για αλλαγή αυτού του κόσμου , πόθο για προσωπική και κοινωνική εξέγερση ώστε να υπάρξει μια άγρια και διαρκής επανάσταση με σκοπό μια αταξική κοινωνία οι άνθρωποι κοιτάν καχύποπτα . Κάποιοι λένε πως ο κόσμος δεν αλλάζει κι ότι απλά πρέπει ο καθένας να είναι σωστός στη ζωή και τη δουλειά του.
Αυτοί θα πρέπει να σκεφτούν κατά πόσο θα ίσχυε αυτό που λένε στην Ελλάδα του 1821 ή στην Γερμανία του 1939. Κάποιοι άλλοι θα ξεμπερδέψουν μαζί σου αποκαλώντας σε «επαναστάτη της πλάκας με τα λεφτά του μπαμπά». Είναι η πιο εύκολη ατάκα που παρακάμπτει το πρόβλημα γιατί και σκληρά εργαζόμενος να ήσουνα στην καλύτερη των περιπτώσεων απλά θα σου γυρνούσαν την πλάτη τους .
Στη χειρότερη θα σε αποκαλούσαν λιγούρη που ζηλεύει παθολογικά τους πλούσιους . Οι πιο διαβασμένοι υποστηρικτές του υπάρχοντος καπιταλιστικού κατεστημένου όμως θα ρωτήσουν πονηρά :
Αυτή η ιδέα μιας άλλης κοινωνίας μήπως είναι στην πραγματικότητα προβολή πόθων ανομολόγητων , αμφίεση κινήτρων που παραμένουν κρυμμένα στο ασυνείδητο ;
Μήπως τελικά χρησιμεύει σαν όχημα που μεταφέρει τη θέληση εξουσίας των μεν , την άρνηση της αρχής της πραγματικότητας των δε , το φάντασμά τους ενός κόσμου χωρίς συγκρούσεις , όπου όλοι θα είναι συμφιλιωμένοι με όλους και ο καθένας με τον εαυτό του , μια παιδική ονειροπόληση που θα ήθελε να καταργήσει την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όταν η συζήτηση παίρνει μια τέτοια στροφή ,πρέπει πρώτα να υπενθυμίζει κανείς ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε . Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει πως ότι λέει δεν έχει σχέση με ασυνείδητους πόθους ή με κίνητρα που ούτε ο ίδιος ομολογεί στον εαυτό του. Κι όταν ακούμε ‘ψυχαναλυτές’ μιας ορισμένης τάσης να χαρακτηρίζουν νευρωτικούς χοντρικά όλους τους επαναστάτες , δεν μπορούμε παρά να χαρούμε που δεν έχουμε την υγεία τους των σουπερμάρκετ… Δεν είναι δύσκολο να ξεσκεπάσουμε τον ασυνείδητο μηχανισμό της κανονικότητας τους.
Γενικότερα όποιος πιστεύει ότι ανακαλύπτει σαν ρίζα του επαναστατικού προτάγματος τον έναν ή τον άλλον ασυνείδητο πόθο , πρέπει ταυτόχρονα να αναρωτηθεί ποιο είναι το κίνητρο της δικής του κριτικής και σε ποιο βαθμό δεν αποτελεί εκλογίκευση ή άγνοια και αποφυγή του προβλήματος.
Το ζήτημα πράγματι υπάρχει και , ακόμα και κανείς άλλος να μην το έθετε , αυτός που μιλάει για επανάσταση πρέπει να το θέσει ο ίδιος στον εαυτό του.
Ας αποφασίσουν οι άλλοι σε πόσο βαθμό διαύγειας οι θέσεις τους τούς δεσμεύουν για λογαριασμό τους.
Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να θέτει όρια στη δική του επιθυμία διαύγειας. Ούτε μπορεί να αρνείται το πρόβλημα λέγοντας ότι αυτό που μετράει δεν είναι τα ασυνείδητα κίνητρα αλλά η αντικειμενική αξία των ιδεών και των πράξεων.
Η νεύρωση και η τρέλα του Ροβεσπιέρου ή του Μπακούνιν υπήρξαν πιο γόνιμες για την ανθρωπότητα από την ‘υγεία’ του τάδε μαγαζάτορα της εποχής . Διότι η επανάσταση, έτσι που την συλλαμβάνουμε , αρνείται ακριβώς αυτή την απλή παραδοχή του διχασμού ανάμεσα σε κίνητρο και αποτέλεσμα. Θα ήταν τότε αδύνατη στην πραγματικότητα και ασυνάρτητη στο νόημα της , αν στηρίζονταν σε ασυνείδητες προθέσεις χωρίς σχέση με το διαρθρωμένο περιεχόμενο της. Το μόνο που θα μπορούσε σ’αυτή την περίπτωση να κάνει, θα ήταν μια επανέκδοση του παρελθόντος , αιχμάλωτη καθώς θα ήταν από κίνητρα σκοτεινά που με τον καιρό θα επέβαλλαν το δικό τους τέλος και τη δική τους λογική.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 αν και οι αιτίες της σημερινής αποτυχίας της δεν εξαντλούνται μόνο σ’ αυτό .
Ποια είναι όμως τελικά οι επιθυμίες και τα κίνητρα ενός επαναστάτη; Ότι μπορούμε να πούμε πάνω σε αυτό είναι εξ ορισμού υποκειμενικό. Είναι επίσης εξ ορισμού εκτεθειμένο σε όλες τις ερμηνείες που θα ήθελε κανείς. Αν μπορούσε να βοηθήσει κάποιον να δει καθαρότερα μέσα σ’ ένα άλλο ανθρώπινο όν (έστω και μέσα στις αυταπάτες και τις πλάνες του) και με αυτό τον τρόπο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό καλό είναι να ειπωθεί.
Οι άνθρωποι κάποτε εξεγείρονταν από ανάγκη για να ζήσουν ελεύθερα , για να το κάνεις αυτό πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις ήδη χάσει την ελευθερία σου. Σήμερα μην έχοντας ακόμα συνειδητοποιήσει τη σκλαβιά μας ,πολλοί από εμάς έχουμε ακόμα την ιδεολογία στο κεφάλι μας να μας ωθεί σε απόπειρες αλλαγής αυτού του κόσμου.
Ποια είναι όμως επιτέλους τα σημεία όπου χάσαμε την ελευθερία μας ;
Έχω την επιθυμία και αισθάνομαι την ανάγκη , για να ζήσω , μιας άλλης κοινωνίας από αυτή που με περιβάλλει . Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων , μπορώ να ζήσω μέσα σε αυτήν και να τα βγάζω πέρα – εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σε αυτή την κοινωνία. Όσο κριτικά κι αν κοιτάξω τον εαυτό μου , ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου ,ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου, δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο.
Δεν ζητώ την αθανασία , την πανταχού παρουσία ,την παντογνωσία . Ξέρω όμως πως μόνο εγώ μπορώ πραγματοποιήσω κάτι καλό για τον εαυτό μου και στα μέτρα μου και το ίδιο ισχύει και για τους συνανθρώπους μου. Αλλά μέσα στη ζωή , έτσι όπως είναι φτιαγμένη, σκοντάφτω πάνω σε ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας .Επιθυμώ πρώτα και ζητώ η δουλειά μου να έχει νόημα ,να μπορώ να εγκρίνω αυτό για το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται , να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητες μου ώστε να εμπλουτίζομαι και να αναπτύσσομαι. Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας , για μένα και για τους άλλους . Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ’ αυτή την κατεύθυνση αν με άφηναν ν’ αποφασίζω , μαζί με όλους τους άλλους τι έχω να κάνω, και με τους συντρόφους μου στη δουλειά πώς να το κάνω.
Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους , να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία , να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται . Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξη μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω. Δεν δέχομαι η τύχη μου ν’ αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά τους μου είναι εχθρικά ή απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε παρά νούμερα σε μια στατιστική ή πιόνια σε μια σκακιέρα , και τελικά η ζωή μας κι ο θάνατος μας να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί .
Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης , και η ζωή της , δεν θα είναι καθόλου απλές , πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα. Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα ,παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του α ή β πολιτικού, τις κομπίνες του κάθε άπληστου επιχειρηματία ή τα καπρίτσια μιας βεντέτας . Κι αν έστω , εγώ και οι άλλοι συναντούσαμε την αποτυχία σ’αυτό το δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει ένα νόημα ,παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα την αποτυχία ή τη μη αποτυχία εν τέλει γελοία.
Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλο σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ’ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών.
Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω και να μπορεί να με δει σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον, οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα ,ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, να αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις , να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατόν λιγότερο ασυνείδητο, να είναι φορτισμένες όσο το δυνατόν λιγότερο από φανταστικά στοιχεία.
Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος γιατί η ελευθερία μου ξεκινά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί μόνος μου δεν μπορώ να είμαι στην καλύτερη περίπτωση παρά «ενάρετος εν δυστυχία».
Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους ούτε πως οι ψυχές τους θα γίνουν καθαρές σαν τις βουνίσιες λίμνες ,που άλλωστε ανέκαθεν μου προκαλούσαν πλήξη.
Γνωρίζω όμως (επειδή ακριβώς το νοιώθω και το βλέπω ολόγυρά μου) πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να υπάρχουν και να συνυπάρχουν με τους άλλους , και πως πολλαπλασιάζει στο άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.
Ξέρω βέβαια πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα κι ούτε θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο. Αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο η μοίρα που πρέπει να επωμιστώ και που επωμίζομαι. Αλλά αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει στην απελπισία ούτε στον κατατονικό μηρυκασμό. Έχοντας αυτό τον πόθο που είναι δικός μου δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίηση του.
Στην προσπάθεια που κάνω (με όλα τα λάθη και τις αναβολές) μαζί με άλλους να ξεπεράσουμε τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες
σχέσεις της κοινωνίας που ζούμε, είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο. Αν είχα γεννηθεί σε μια αταξική κοινωνία κοινοκτημοσύνης ίσως η ευτυχία μου να ήταν πιο εύκολη – δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω κάτι τίποτα σχετικά με αυτό.
Δε θα καθίσω μ’αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου βλέποντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα…
Μήπως αυτή μου η στάση σημαίνει άρνηση της αρχής της πραγματικότητας; Αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αρχής; Είναι ότι πρέπει να εργαστείς για να ζήσεις – ή μήπως ότι πρέπει η εργασία να μην έχει νόημα και να γίνεται κάτω από συνθήκες εκμετάλλευσης (όπως πράγματι γίνεται για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στον πλανήτη).
Αυτή η αρχή ισχύει μ’αυτή τη μορφή για έναν εισοδηματία; Ίσχυε μήπως μ’αυτή τη μορφή για τους ιθαγενείς της Αμερικής πριν φτάσουν εκεί οι λευκοί το 1492; Ισχύει ακόμα και σήμερα για τους ψαράδες ενός φτωχού μεσογειακού χωριού;
Ως ποιο σημείο η αρχή της πραγματικότητας εκφράζει τη φύση και που αρχίζει να εκφράζει την κοινωνία; Ως ποιο σημείο εκφράζει την κοινωνία ως κοινωνία και από ποιο σημείο μια τάδε ιστορική μορφή της κοινωνίας; Γιατί όχι τη δουλοπαροικία ,τις γαλέρες ,τα στρατόπεδα συγκέντρωσης; Που μια φιλοσοφία θα έπαιρνε το δικαίωμα να μου πει: σ’αυτό το συγκεκριμένο χιλιοστόμετρο των υπαρχόντων θεσμών, θα σας δείξω το σύνορο μεταξύ του φαινόμενου και της ουσίας ,μεταξύ των παροδικών ιστορικών μορφών και του αιώνιου είναι του κοινωνικού;
Αποδέχομαι την αρχή της πραγματικότητας γιατί αποδέχομαι την ανάγκη της εργασίας (όσο παραμένει πραγματική, γιατί ολοένα γίνεται λιγότερο προφανής) και την ανάγκη μιας κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Δεν αποδέχομαι όμως την επίκληση μιας ψεύτικης ψυχανάλυσης ή μεταφυσικής που εισάγει στη συγκεκριμένη συζήτηση των ιστορικών δυνατοτήτων αυθαίρετες βεβαιώσεις πάνω σε αδυνατότητες για τις οποίες δεν ξέρει τίποτα.
Είναι τάχα η επιθυμία μου παιδική;
Μα ακριβώς η παιδική κατάσταση είναι ότι η ζωή μας είναι δοσμένη, και ότι ο Νόμος μας είναι δοσμένος . Στην παιδική κατάσταση η ζωή μας δίνεται για τίποτα κι ο Νόμος το ίδιο χωρίς όμως και δυνατότητα συζήτησης. Αυτό που θέλω είναι εντελώς το αντίθετο: να φτιάχνω εγώ τη ζωή μου κι ο Νόμος να μη μου δίνεται απλά αλλά να τον δίνω κι εγώ συγχρόνως στον εαυτό μου. Αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε παιδική κατάσταση είναι ο κομφορμιστής ή ο απολιτικός γιατί αποδέχεται το Νόμο ασυζητητί και δεν επιθυμεί να συμμετέχει στη διαμόρφωσή του. Χωρίς πολιτική βούληση για συμμετοχή και συνδιαμόρφωση απλά αντικαθιστά τον ιδιωτικό πατέρα με τον ανώνυμο πατέρα .
Στην παιδική κατάσταση πρώτα δέχεσαι χωρίς να δίνεις και μετά κάνεις ή υπάρχεις για να δέχεσαι. Επιθυμώ πρώτα μια πιο δίκαιη ανταλλαγή και στη συνέχεια το ξεπέρασμα της ανταλλαγής μέσω της χαριστικότητας . Θέλω η κοινωνία να πάψει να είναι μια οικογένεια ψεύτικη επί πλέον μέχρι γελοίου, για να αποκτήσει την αληθινή της διάσταση ως κοινωνίας ,ως δικτύου σχέσεων μεταξύ αυτόνομων ενηλίκων .
Να είναι τάχα η επιθυμία μου επιθυμία εξουσίας; Μα αυτό που θέλω είναι κατάργηση της εξουσίας με τη σημερινή της έννοια ,είναι η εξουσία όλων. Η σημερινή εξουσία σημαίνει ότι οι άλλοι είναι πράγματα κι αυτό που θέλω είναι τελείως το αντίθετο.
Αυτός που οι άλλοι του είναι πράγματα είναι ο ίδιος πράγμα ,και δεν θέλω να είμαι πράγμα ούτε για τον εαυτό μου ούτε για τους άλλους . Δεν θέλω οι άλλοι να είναι πράγματα δεν θα ήξερα τι να τους κάνω. Αν μπορώ να υπάρχω για τους άλλους ,και οι άλλοι να με αναγνωρίζουν, δεν θέλω αυτό να γίνεται σε συνάρτηση με την κατοχή ενός πράγματος που είναι έξω από μένα – της εξουσίας . Η αναγνώριση που απορρέει από τον άλλο δεν ισχύει για μένα παρά στο βαθμό που τον αναγνωρίζω εγώ ο ίδιος . Υπάρχει ο κίνδυνος να τα ξεχάσω όλα αυτά αν κάποτε τα γεγονότα με οδηγούσαν κοντά στην «εξουσία»;
Μου φαίνεται απίθανο αλλά ακόμα κι αν συνέβαινε θα ήταν μια χαμένη μάχη κι όχι το τέλος του πολέμου. Άλλωστε θα έπρεπε να ρυθμίζω τη ζωή μου πάνω στην υπόθεση ότι μπορεί μια μέρα να ξαναμωραθώ;
Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης; Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ’ αυτήν το μελόδραμα ,την ψεύτικη τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα , όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά ,αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο.
Το να πεθαίνουν της πείνας άνθρωποι σε Αφρική-Ασία ενώ σε Αμερική-Ευρώπη οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν ‘υπερβολικά’ είναι μια μακάβρια φάρσα ,ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά . Δεν είναι τραγωδία ,δεν υπάρχει σε αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Κι αν τελικά η ανθρωπότητα χαθεί μια μέρα κάτω από τις ατομικές βόμβες αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία ,το ονομάζω μαλακία.
Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους ‘κυβερνούν’. Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας , αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας , το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα , όχι την τραγωδία.
Σημαίνει απλά να του επιτρέψεις ν’αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της ζωής του και ότι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωση του είχε για λειτουργία εν μέρει να εκφράζει μα κυρίως να καλύπτει.
Όταν μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη Δύση ένας μαθητευόμενος βουδιστής μοναχός ανέφερε πως θαυμαστά πράματα (όργανα , φάρμακα , μέθοδοι σκέψης , θεσμοί..) είχαν μεταμορφώσει την ζωή των ανθρώπων από την εποχή που ο δάσκαλος αποσύρθηκε στα υψηλά οροπέδια ,αυτός τον σταμάτησε μετά τις πρώτες λέξεις.
Εξαφάνισαν μήπως τη θλίψη, την αρρώστια,τα γηρατειά και τον θάνατο; ρώτησε. Όχι απάντησε ο μαθητής. Έ λοιπόν τότε θα μπορούσαν να καθίσουν ήσυχα στα αυγά τους σκέφτηκε ο δάσκαλος, και ξαναβυθίστηκε στην περισυλλογή του χωρίς καν να κάνει τον κόπο να δείξει στον μαθητή του ότι είχε πάψει να τον ακούει .
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου