γράφτηκε
στον Τοίχο
20.1.19
-
0
Comments
Επιμέλεια: Τρύφων Λιώτας
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης (1934-2000) υπήρξε δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Άφησε πίσω του μια πολύ σημαντική πνευματική παρακαταθήκη.
Η (κωμικοτραγική) ιστορία της Νεότερης Ελλάδος είναι ένα βιβλίο που κάθε Έλληνας θα πρέπει να έχει διαβάσει.
Αντισυμβατικός, αιρετικός, αυστηρός, αθυρόστομος, βαθιά καλλιεργημένος, με μεστό λόγο, με χιούμορ και κριτική σκέψη παραπλήσια του Τσιφόρου. Πρωτίστως όμως ρεαλιστής και ντόμπρος, έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς φόβο και πάθος σε καιρούς δύσκολους ή εύκολους σε καιρούς που ο κόσμος ήθελε ή δεν ήθελε να ακούσει αυτά που είχε να πει.
Το βασικό προσόν του η καθάρια σκέψη του που του επέτρεπε να βλέπει και να μεταδίδει απλά, κατανοητά και σφαιρικά μια ευρεία γκάμα κυρίως ιστορικών αλλά και πολιτικών ή κοινωνικών θεμάτων.
Ως αριστερός ήταν πολέμιος του φασισμού αλλά δεν άφηνε στο απυρόβλητο και τους τοξικομανείς του μύθου της Σοβ. Ένωσης και του ΚΚΕ.
---Αλιευμένα από άρθρα, βιβλία και διαδίκτυο---
Η ανάγνωση μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο από το ζωώδες, το νοητικό από το ενστικτώδες, το καλό από το κακό, το όμορφο από το άσχημο, το δίκαιο από το άδικο.
Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος.
Η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από φιλανθρωπία. Έχει ανάγκη από ανθρωπισμό…
Δεν υπάρχει «αίμα ελληνικό», υπάρχει απλώς αίμα κατακόκκινο και πολύ πολύ ανθρώπινο…
Τον Σωκράτη τον σκότωσε η Δημοκρατία με δημοκρατικές διαδικασίες.
Είμαστε η χώρα των αξιοποιημένων αναξιοτήτων και των αναξιοποίητων αξιών.
Τώρα όμως που τα δάνεια δεν φτάνουν για να τρώμε όλοι, πρέπει να τρώμε με βάρδιες. Αυτό το νόημα έχει η εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία. Ενώ οι μισοί χωνεύουν, οι άλλοι μισοί τρων.
Και το Κέντρο, Δεξιά είναι αλλά περισσότερο ντροπαλή.
Δωσίλογοι, ως γνωστόν, λέγονται αυτοί που έχουν να δώσουν λόγο για τις πράξεις τους. Στην Ελλάδα πάντως δωσίλογοι είναι αυτοί που δεν δίνουν ποτέ λόγο σε κανέναν. Τούτο συμβαίνει διότι η Ελλάδα είναι φορτωμένη κάργα με πατριώτες, που ποτέ δεν παίρνουν τα βουνά από στρίμωγμα ή έστω τρέλα. Συμβιβάζονται με τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και με τους κατακτητές.
Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σουπερμάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν ότι θα βγει αληθινό και γι’ αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο.
Μια χώρα απατεώνων αποκλείεται να μην την κυβερνούν απατεώνες. Η δημόσια απάτη στην Ελλάδα έχει ιδιωτική βάση. Τη θέλει ο λαός και τη στηρίζει ο λαός. Αρκεί να διαρρεύσει πως είσαι έντιμος για να μην εκλεγείς βουλευτής. Ψηφίζουμε φελλούς γιατί χρειαζόμαστε φελλούς.
Η εθνική σου ταυτότητα δεν είναι η προσωπική σου ταυτότητα αλλά ένα δάνειο από τους προγόνους σου. Δεν κόπιασες να τη φτιάξεις, την πήρες έτοιμη από τις σελίδες της ιστορίας. Συνήθως μια τέτοια ταυτότητα τη χρησιμοποιούν είτε άνθρωποι με ελλειμματική προσωπικότητα, είτε οι δημαγωγοί για να κάνουν τη δουλειά τους εξαπατώντας ανθρώπους με ελλειμματική προσωπικότητα.
«Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και οι Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ' ουσίαν. (…) Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους. (…) Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ' τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην "ανώτερη τάξη"».
Ο τσομπάνος κάθεται και σκαλίζει τη γκλίτσα του, όχι για να την κάνει σταθερότερη, αλλά ομορφότερη. Τούτο το «περιττό» που προστίθεται στο αναγκαίο είναι η τέχνη. Όλοι, ακόμα και οι πρωτόγονοι θα ήθελαν τα πράγματα που χρησιμοποιούν, εκτός από χρήσιμα, να είναι και όμορφα, «εύμορφα» στα αρχαία ελληνικά, δηλαδή που έχουν καλή μορφή.
…οι σκύλοι και οι γάτες των “πολιτισμένων” περνούν καλλίτερα από τα παιδάκια του Τρίτου Κόσμου. Οι σύγχρονες, οι …μοντέρνες γάτες ξέχασαν να τρων ποντίκια διότι τρων εκλεκτές γατίσιες τροφές σε κονσέρβα, που πωλούνται στα μπακάλικα μαζί με τις τροφές για ανθρώπους.
Η ισότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γάτα ή ανάμεσα στον άνθρωπο και το σκύλο είναι σχεδόν υποδειγματική. Η ισότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο είναι υπόθεση δυσκολότερη και ίσως γι’ αυτό απαξιούν να ασχοληθούν μ’ αυτήν οι φανατικά ζωόφιλοι. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να αγαπάς το ζώον-ζώον, αν πρώτα δεν αγαπήσεις το ζώον-άνθρωπος. Πιστεύω πως μόνο όσοι αγαπούν τον άνθρωπο έχουν δικαίωμα να αγαπήσουν τα ζώα. Η γνήσια ζωοφιλία είναι μια προέκταση -προς τη μεριά του ζωικού βασιλείου- της αγάπης για τον άνθρωπο.
-----Αποσπάσματα από βιβλία και αρθρογραφία------
[…] Από τότε που υπάρχει πείνα, δηλαδή από της εμφανίσεως του ανθρώπου στη Γη, ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Κι ο πλούσιος, είτε δεν ονειρεύεται τίποτα, όταν έχει αποβλακωθεί πάρα πολύ είτε ονειρεύεται διαμάντια, κότερα κι άλλα τέτοια πολυτελή, τουτέστιν αρμόζοντα σε αυτόν που έχει «πολύ τέλος», δηλαδή μεγάλη περιουσία (τέλος ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την ατομική περιουσία) ή σε αυτόν που πληρώνει «πολλά τέλη» (πολλούς φόρους) σύμφωνα με μια αυθαίρετη «ετυμολογία της λέξης, αν και όπως έδειξαν τα πράγματα αυτοί που έχουν «πολύ τέλος» δεν πληρώνουν κατ’ ανάγκην και πολλά τέλη.
Είτε πληρώνουν είτε δεν πληρώνουν τέλη οι πλούσιοι, το γεγονός είναι πως ο πλούτος (η λέξη παράγεται από το ρήμα πίμπλημι που σημαίνει γεμίζω) δεν σε κάνει να γεμίζεις μόνο τις αποθήκες σου και το πορτοφόλι σου, αλλά και τη ζωή σου με πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα κι ευχάριστες ενασχολήσεις, εφόσον φυσικά δεν είσαι είτε νεόπλουτος Έλλην βλάχος, είτε πλούσιος νοτιοβαλκανικής παραλλαγής, οπότε πας στο σκυλάδικο και παράγεις, εντός αυτού, νεοελληνικό πολιτισμό, καθ’ όλα αντάξιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως θα ’θελαν ίσως έτσι να λένε κάποιοι «πολιτισμένου) σε τούτη τη χώρα των βαρβάρων. Όμως, ο πλούτος δεν παράγει μόνο πολιτισμό, παράγει καταρχήν και κατά κύριο λόγο... ζωή.
Ο θνητός άνθρωπος θέλει να είναι πλούσιος γιατί ξέρει, έστω και αν δεν το ’χει συνειδητοποιήσει, πως ο πλούτος είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από το θάνατο, μια δυνατότητα προφύλαξης από τον πρόωρο θάνατο, πράγμα καταφάνερο στην καθημερινή ζωή: Όποιος έχει λεφτά, όχι μόνο τρώει καλύτερα και υγιεινότερα, αλλά κάνει και κυτταροθεραπεία, άμα λάχει να πούμε, ή πληρώνει τον Γιακούμπ για ένα καλό σέρβις της χαλασμένης μηχανής.
Ο πλούτος, λοιπόν, είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μπορούμε και να σκοτώσουμε για να γίνουμε έστω κατά τι πιο πλούσιοι από ό,τι είμαστε, δηλαδή κατά τι λιγότερο φτωχοί από ό,τι είμαστε. Γιατί ανάμεσα στον «απόλυτο πλούτο» και την «απόλυτη φτώχεια» εκτείνεται μια απειρία ενδιαμέσων καταστάσεων, πράγμα που κάνει τον άνθρωπο να θέλει συνεχώς να περάσει από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη κι έτσι συνέχεια μέχρι τον «άπειρο πλούτο», που είναι βέβαια μια ιδανική και συνεπώς ανύπαρκτη κατάσταση.
Αλίμονο στην ανθρωπότητα αν εξαφανιστεί αυτή η τάση να θέλει κανείς να γίνεται ολοένα και περισσότερο πλούσιος. Τα πάντα θα παραλύσουν. Ο Μαρξ ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν εχθρός του πλούτου. Ήταν μόνο εχθρός των πλουσίων κι αυτό είναι κάτι το διαφορετικό.
Διότι, άλλο πράγμα είναι ο κοινωνικός πλούτος, που μοιράζεται σε όλους, είτε κατά τις ανάγκες τους (κομουνισμός) είτε κατά την εργασία τους (σοσιαλισμός) κι άλλο η άτσαλη και άναρχη συσσώρευση του πλούτου εική και ως έτυχεν σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συνείδηση πως ο πλούτος είναι κοινωνικό δεδομένο, ότι δηλαδή παράγεται εντός της κοινωνίας, χάρη στην ύπαρξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση χάρη στην ύπαρξη όλων των ανθρώπων, πλουσίων και φτωχών, σε όλη τη Γη.
Κανείς ποτέ δεν έγινε πλούσιος ζώντας και δουλεύοντας ολομόναχος στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ας πούμε (ή της Αθήνας). Αντίθετα, για να γίνεις πλούσιος σου χρειάζεται η ζούγκλα των ανθρώπων. Που όσο πιο ζουγκλοειδής είναι, τόσο βοηθιούνται οι ηλίθιοι και οι ανίκανοι να γίνουν πλούσιοι.
[…]
Όλοι αυτοί οι φιλόδοξοι και κυρίως οι μωροφιλόδοξοι δεν θα ’λεγαν όχι στον πλούτο, αν τους έπεφτε το λαχείο. Γιατί το λαχείο είναι τελικά ο ατομικός πλούτος μέσα στον καπιταλισμό, που έκανε τη ζωή μας τζόγο. (Βάλτε τώρα που γυρίζει κι όλα έρχονται τα πάνω κάτω, γιατί αν σταματήσει να γυρίζει, και «γυρίσει ο τροχός και γ... σει κι ο φτωχός», δεν σε βλέπω καθόλου καλά, τζογαδόρε).
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο καπιταλισμός έκανε πλουσιότερους περισσότερους ανθρώπους, από όσους τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Και η τάση του να αυξήσει συνεχώς και περισσότερο τον αριθμό των πλουσίων επί της Γης δεν ανακόπηκε ποτέ.
Αυτός είναι ο λόγος που οι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως ο καπιταλισμός κάποτε θα κάνει τους πάντες πλούσιους. Ίσως. Αλλά αν τους κάνει, δεν θα ’ναι πια καπιταλισμός γιατί θα ’χει μετεξελιχτεί σε κομουνισμό. (Προσοχή, μην μπερδεύετε αυτόν τον κομουνισμό που είναι ένα ιδανικό ευγενέστατο, με τον «κομουνισμό» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» γιατί αυτός ο τελευταίος όχι κομουνισμός δεν είναι αλλά ούτε καν σοσιαλισμός. Είναι κρατικός-γραφειοκρατικός καπιταλισμός, που εκμεταλλεύεται πονηρά το ευγενέστερο ιδανικό που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη, το όραμα της κομουνιστικής κοινωνίας).
Εφόσον υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι, θα υπάρχουν και κοινωνικές αναταραχές. Κάποτε οι επαναστάσεις δεν θα γίνονται για το ψωμί, αλλά για το παντεσπάνι. Μη βλέπετε που, προς το παρόν δεν έγινε καμιά επανάσταση για το παντεσπάνι. Αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος δεν χόρτασε ακόμα ψωμί. Ας το χορτάσει καλά καλά και θα δείτε τι έχει να γίνει. Χαμός. Ά σε που, σε κανένα αιώνα το πολύ, θα καταφτάσουν οι ορδές των πεινασμένων Ασιατών και Αφρικανών για να πάρουν πίσω αυτό που άρπαξε από τον τόπο τους η αποικιοκρατία θα γίνει χαμός, σας λέω. […]
-Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
---------------------------
Οι πιο ισχυρές, και από οικονομικής και από πολιτικής απόψεως οικογένειες, που υπήρχαν στην Ελλάδα και πριν και κατά και μετά την Επανάσταση, ήταν αυτές των Αρβανιτών Κουντουριωτών και Μιαούληδων της Ύδρας. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, πανίσχυρος εφοπλιστής διέθεσε τα ¾ της περιουσίας του υπέρ του αγώνα και έγινε αυτομάτως ήρωας χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Όμως το ¼ που κράτησε για τον εαυτό του ήταν τόσο μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς, που έφτανε και περίσσευε για να ελέγχει τα πράγματα στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση.
Ο επίσης Υδραίος και ομοίως Αρβανίτης, Ανδρέας Μιαούλης ήταν κι αυτός εφοπλιστής πριν την Επανάσταση, κι αυτός μπήκε λίγο ζορισμένα στην Επανάσταση, αλλά όταν μπήκε κι ανέλαβε αρχηγός του ελληνικού στόλου έκανε πράγματα εκπληχτικά, αυτός ο ριψοκίνδυνος ναυτικός, που το πραγματικό του όνομα ήταν Βώκος. Το Μιαούλης είναι παρατσούκλι, προερχόμενο απ’ το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Μιαούλ» που αγόρασε απ’ τους Τούρκους. Σημειώστε πως ο Μιαούλης ήξερε καλά τις πειρατικές μεθόδους δράσης, κι αυτό τον βοήθησε πολύ στο να γίνει ο θαλάσσιος κακός δαίμων των Τούρκων σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης.
Οι δυο υδραίικες οικογένειες, όπως ήταν φυσικό, δεν είδαν με καλό μάτι τον ερχομό του «ξένου» Καποδίστρια στην Ελλάδα. Τους χαλούσε τα σχέδια για απόλυτη κυριαρχία. Κι ήταν αυτοί που οργάνωσαν την αντιπολίτευση κατά του Κυβερνήτη. Έτσι μετά τις εκλογές του 1829 και το χρίσμα που πήρε ο Καποδίστριας ως λαϊκός πλέον ηγέτης, κηρύσσουν την ανυπακοή στην κυβέρνηση του Καποδίστρια και στην πραγματικότητα ανακηρύσσουν την Ύδρα αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος. Πιο σωστά, πρωτεύουσα μιας άλλης Ελλάδας, όπου τον πρώτο και κύριο ρόλο θα παίζουν τα πλούσια νησιά του Αιγαίου, που όλα δηλώνουν υπακοή στους Κουντουριώτηδες της Ύδρας. […]
Η ανταρσία της Ύδρας κατά του Καποδίστρια επισημοποιείται με μια ψευτοκυβέρνηση που σχηματίζει εκεί ο Κουντουριώτης. Ο Καποδίστριας τραβάει τα μαλλιά του και δίνει εντολή στον Κανάρη να ετοιμάζει τον αγκυροβολημένο στον Πόρο ελληνικό στόλο να πάει να αποκλείσει την Ύδρα. Όμως, ο Κουντουριώτης μαθαίνει τι του ετοιμάζει ο Καποδίστριας και στέλνει τον Μιαούλη στον Πόρο να καταλάβει τον ελληνικό στόλο και να τον φέρει στο «ανεξάρτητο» κράτος της Ύδρας.
Πράγματι ο Μιαούλης με μια πειρατική ενέργεια από κείνες που μόνο αυτός ήξερε να οργανώνει προκειμένου να γίνει πλούσιος πολύ πριν ξεσπάσει η ελληνική επανάσταση, καταλαμβάνει τον στόλο, καταλαμβάνει και το φρούριο του Πόρου. Και συλλαμβάνει αιχμάλωτο τον δύστυχο Κανάρη, τον μέχρι πριν από λίγο συμπολεμιστή του.
Ο Καποδίστριας αφρίζει και αποφασίζει να ανακαταλάβει τον ναύσταθμο του Πόρου. Προς τούτο, ζητά τη βοήθεια των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Άγγλος και ο Γάλλος του την αρνούνται. Θεωρούν καλά καμωμένα τα όσα έγιναν και εκδηλώνονται απροσχημάτιστα κατά του Καποδίστρια, που ξέρει πια ότι το τέλος του φτάνει. Αγωνίζεται ωστόσο κατά των επιδρομέων Υδραίων που πολιορκούν τα ελληνικά πλοία μέσα στο ναύσταθμο και μπλοκάρει όλα τα πολεμικά μαζί και τα εμπορικά.
Ζητάει απ’ τον Μιαούλη να φύγει ήσυχα για την πατρίδα του την Ύδρα χωρίς να πάθει τίποτα, αλλά ο γενναίος Υδραίος γίνεται θηρίο έτσι που είναι εγκλωβισμένος απ’ τον εμπορικό στόλο, και πυρπολεί τη μεγάλη φραγάτα «Ελλάς». Σημαδιακό το όνομα του πλοίου. Η πυρπόληση του «Ελλάς» απ’ τον Έλληνα, συμβαίνει την 1η Αυγούστου 1831, ημέρα κατά την οποία καταλαβαίνει κάθε νοήμων της εποχής, πως είναι αδύνατο να υπάρξει ελληνικό κράτος.
Το πείραμα Καποδίστρια απέτυχε γιατί οι Έλληνες δε θέλουν να έχουν κράτος. Ούτε σήμερα θέλουν να έχουν κράτος. Η σημερινή Ελλάδα είναι γεμάτη Υδραίους και Μιαούληδες.
Το πυρ απ’ τη φρεγάτα «Ελλάς» μεταδίδεται και στην κορβέτα «Ύδρα». Δεύτερος συμβολισμός: ο Μιαούλης δεν έκαψε μόνο την Ελλάδα αλλά και την την πατρίδα του την Ύδρα.
Και ενώ οι φλόγες καταυγάζουν τον άσχετο προς όλη αυτή τη βαρβαρότητα ελληνικό ουρανό, ο Μιαούλης τρυπώνει μέσα απ’ τις φλόγες και τελικά βρίσκεται ασφαλής στο πειρατικό του καταφύγιο, την Ύδρα.
Προσοχή όμως. Φεύγει μόνο όταν διαπιστώνει πως δεν μπορεί να κάψει όλα τα πλοία, όπως ήταν η πρόθεσή του, γιατί στο μεταξύ ο Κανάρης, που ήταν αιχμάλωτός του, όπως είπαμε, ελευθερώνεται, ανακαταλαμβάνει όσα πλοία δεν είχε κάψει ο Μιαούλης και τα σώζει απ’ τον επιδρομέα Υδραίο. Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν…
Το περιστατικό δε θα το βρείτε στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας, για ευνόητους λογοκριτικούς λόγους.
• Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους 1830-1974
Σχετικά με αυτό το βιβλίο γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας:
«Οι λαοί δεν έχουν μόνο ήρωες, έχουν και καθάρματα. Στην ιστορία ενός τόπου δεν ανήκουν μόνο οι ήρωες, ανήκουν και τα καθάρματα, που κι αυτά γράφουν ιστορία. (...)
Το ανάγνωσμα αυτό δίνει μεγαλύτερη σημασία στους προδότες, τους δωσίλογους όλων των περιόδων και τους πατριδοκάπηλους που δεν έλειψαν ποτέ, παρά σ' αυτούς που νοιάστηκαν ειλικρινά για τούτον τον δύσμοιρο τόπο, που συνεχίζει να υποφέρει από έλλειψη ιστορικής ειλικρίνειας. (...) Αυτό το βιβλίο αγαπάει την Ελλάδα. Και γι’ αυτό δεν την κολακεύει. Λέει τα σύκα, σύκα και τους προδότες, προδότες και όχι εθνικούς ήρωες. Θα μπορούσε να έχει τίτλο "Αρνητική Ιστορία της Νέας Ελλάδας" , αν η άρνηση δεν ήταν αναγκαία για την κατάφαση».
Η ιστορία βαδίζει το δύσκολο δρόμο της, ερήμην της ηθικής. Βέβαια, η ηθική υπάρχει πάντα, αλλά μόνο για να ελέγχονται από την κοινωνία τα καταστροφικά ένστικτα και ο άκρατος εγωισμός, μέσα από ένα πλέγμα απαγορεύσεων, που κατά κανόνα έχουν θεϊκή επικύρωση, ώστε να γίνονται, αν όχι περισσότερο πειστικές οι απαγορεύσεις, τουλάχιστον περισσότερο επίφοβες.
Κατά κάποιον τρόπο, οι δέκα εντολές είναι τα δέκα άρθρα του χριστιανικού ηθικού «συντάγματος» (κώδικα) πάνω στα οποία στηρίζονται οι επιμέρους ηθικοί νόμοι. Όμως, η τήρηση αυτού του «συντάγματος» δεν επαφίεται στο χριστιανισμό των χριστιανών, όπως το κυρίως ειπείν σύνταγμα στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στο φόβο της τιμωρίας στον άλλο κόσμο. Που όσοι τον αψηφούν κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους στη Γη.
Σου λένε οι άνθρωποι, και δικαίως: Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον βλέπουμε και τον ξέρουμε. Τον «άλλο κόσμο» όμως δεν τον βλέπουμε και γι' αυτό τον φανταζόμαστε, ή τον ονειρευόμαστε. Λοιπόν, ας τα βολέψουμε πρώτα στον ορατό κόσμο, κι ας αφήσουμε τη φροντίδα για τον αόρατο στους παπάδες, που είναι ειδικοί και ξέρουν καλύτερα.
Οι δυο κόσμοι, «αυτός» και ο «άλλος», πάντα μπέρδευαν ο ένας τον άλλο, σαν να στέκονταν εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο: Αν πρόκοβες σ' αυτόν τον κόσμο, θα 'σουν ένας ανεπρόκοπος στον άλλο. Αλλά αν σιγουρευόσουν πως κέρδισες τον άλλο, θα αδιαφορούσες εντελώς για τούτον. Κι έτσι, τούτος ο κόσμος έγινε τελικά για τους έξυπνους κι ο άλλος για τους χάχες, όπως άλλωστε το λέει ρητά και κατηγορηματικά κι εκείνο το «,μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».
Η υπερβολική φροντίδα για τη «βασιλεία των ουρανών» αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης των βασιλέων επί της Γης, καθώς και όλων των βασιλικών ή μη καθαρμάτων. Ο καθένας στο βασίλειό του, λοιπόν, κι ο φτωχός στο δικό του εις τους ουρανούς, ένθ' απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός.
Παρά ταύτα, παρά δηλαδή τις θεϊκά κατοχυρωμένες ηθικές απαγορεύσεις, η ανηθικότητα δεν έλλειψε ποτέ από τη Γη. Ευτυχώς, γιατί οι ηθικοί άνθρωποι εκτός από διαρκώς τρομαγμένοι εξαιτίας της ύπαρξης της κόλασης, είναι και βαθύτατα ανήθικοι στο βάθος βάθος.
Διότι εξαρτούν την ηθικότητά τους από το αόρατο μαστίγιο του θεού, κι όχι από το ήθος, δηλαδή τη βαθιά και βιωματική κατανόηση της αξίας και της σημασίας του καλού εν τω κόσμω, που το πράττει κανείς χωρίς να περιμένει καμιά ανταμοιβή στον άλλο κόσμο, έτσι, γιατί είναι όντως καλός, κι όχι γιατί του είπε ο παπάς της ενορίας πως πρέπει να είναι καλός, για να πάρει το βραβείο στους ουρανούς, ως αριστεύσας μαθητής επί της Γης! Εδώ σε θέλω κάβουρα! να περπατάς στα κάρβουνα της γης και να μην καίγεσαι. Κι όχι να παριστάνεις τον καλό, ενώ δεν είσαι παρά ένα τρομοκρατημένο ανθρωπάκι, που είναι καλό θέλει δεν θέλει, του αρέσει δεν του αρέσει, το μπορεί δεν το μπορεί.
Πάντως, και παρά τις ηθικές απαγορεύσεις, η κοινωνία δεν ηθικολογεί. Ηθικολογούν μόνο τα άτομα. Για τον απλό λόγο πως η ηθική είναι μια προσωπική σχέση με το καλό και το κακό, ενώ η κοινωνία, παρόλο που αποτελείται από άτομα, δεν είναι το άθροισμα των ατόμων που τη συναποτελούν, αλλά ένα «μόρφωμα» όπως λέμε, δηλαδή μια «οντότητα» στατιστική και συνεπώς υπερπροσωπική.
Μια ομάδα ανθρώπων που αποτελείται, ας πούμε, από σένα, από μένα κι από τον Φούφουτο, ή όποιον άλλο τέλος πάντων, που δρα σαν ομάδα χωρίς να εξατομικεύει τη δράση του καθένα, αλλά αθροίζοντας τη δράση του καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, δίνει ένα «άθροισμα» συμπεριφοράς που καμιά σχέση δεν έχει με τη συμπεριφορά του καθένα χωριστά, παρότι ο καθένας χωριστά παίρνει μέρος στον καθορισμό του αθροίσματος.
θα καταλάβετε καλύτερα τη στατιστική έννοια (το μέσο όρο) του αθροίσματος αυτού, αν βρεθείτε σε μια διαδήλωση, όπου η μάζα ενεργεί και φέρεται, ηθικά ή ανήθικα, αναλώγως, σαν μια υπερπρόσωπη οντότητα (μόρφωμα).
Είναι απόλυτα βέβαιο, πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων έχει μεγαλύτερη αίσθηση του κακού παρά του καλού. Γι αυτό, άλλωστε, φοβούνται τις ομάδες, κυρίως τις εξαιρετικά πολυάριθμες, οι εξουσιαστές. Ξέρουν τι τους περιμένει αν περιπλακούν σε μια ομάδα που ενεργεί ως μόρφωμα και όχι εξατομικευμένα. Κι η ομάδα αυτή έχει συγκροτηθεί για να υπερασπιστεί κάποια συγκεκριμένα συμφέροντά της κι όταν αυτά είναι ζωτικά δηλαδή άμεσον σχέσιν έχοντα με τη ζωή των ατόμων, μπορεί να γίνει χαμός στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Εκείνη τη στιγμή, το καθένα χωριστά από τα άτομα της ομάδας, στέλνει περίπατο την ηθική του, και το κακό εμφανίζεται σ’ όλο του το καταστροφικό μεγαλείο.
Η τεράστια δύναμη της μάζας, που την τρέμουν οι πάντες, έχει τη ρίζα της σ’ αυτή την προσωρινή έστω κατάργηση της καταναγκαστικής ηθικής, που όπως είπαμε δεν πρέπει να συγχέεται με το ήθος, δηλαδή με τη βιωματική και αυθόρμητη ηθικότητα, που δεν στηρίζεται στην ποινή και την τιμωρία. Μπορούμε να μιλάμε για το ήθος μιας ομάδας ανθρώπων, που κι αυτό είναι στατιστικά καθορισμένο (κατά μέσον όρο προσδιορισμένο), ποτέ όμως για την ηθική της ομάδας. Διότι η ομάδα, όταν δρα, ξεχνά αυτομάτως τις καταναγκαστικές ηθικές απαγορεύσεις.
Κατά κάποιον τρόπο, απελευθερώνεται από την έξωθεν επιβεβλημένη ηθική, και δείχνει το πραγματικό και ουσιαστικό ήθος της - αν βέβαια αυτό υπάρχει στα άτομα που αποτελούν την ομάδα. Αν δεν υπάρχει... χαιρετίσματα στην εξουσία! Που αυτή κι αν είναι ανήθικη! (Κάθε εξουσία είναι εξ ορισμού ανήθικη. Η «καλή εξουσία» υπάρχει μόνο στον Παράδεισο).
Ο ιστορικός ρόλος της ανηθικότητας είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι της ηθικότητας. Απλή απόδειξη, οι ήρωες. Όπως ξέρουμε, έτσι ονομάζουμε συνήθως αυτούς που σκότωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς και στο τέλος σκοτώθηκαν. Και μη μου πείτε, καλά τους έκαναν αφού ήταν εχθροί, γιατί θα αποδειχτείτε φρικαλέοι χριστιανοί. Άλλωστε, είδατε πολλά αγάλματα ηρώων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών; Το πολύ πολύ να είδατε κανέναν ανδριάντα πολιτικού, που δόξασε την πατρίδα δια των στρατιωτών, δηλαδή δια των εντεταλμένων δολοφόνων. Σας το λέω και να το ξέρετε: Αν θέλετε να σας κάνουν άγαλμα, κάποτε, προσπαθήστε να απαλλαγείτε από τις ηθικές αναστολές.
Εννοώ άγαλμα που να το στεφανώνουν στις εθνικές επετείους, κι όχι από τα άλλα, τα μονίμως αστεφάνωτα αγάλματα των ποιητών, που λειτουργούν ως άλλοθι στον κόσμο των βαρβάρων. Άλλωστε, στο σχολείο μας υποχρεώνουν να αποστηθίζουμε ημερομηνίες μαχών κυρίως, τουτέστιν ομαδικών και οργανωμένων σφαγών. Κι ύστερα μας ζητούν να γίνουμε καλοί και ηθικοί άνθρωποι. Τα κτήνη! Ενώ κάθε φορά που θα τα βρουν ζόρια, βάζουν μπροστά το μηχανισμό παραγωγής μαζικής ανηθικότητας, έναν έναν μας θέλουν ηθικούς. Τα ζώα! Εγώ βρίζω κατά τη συνήθειά μου, όμως η ιστορία γράφει μονίμως στα παλιά της τα παπούτσια την ηθική μου αγανάκτηση.
Η ιστορία δεν γράφεται από ηθικολόγους, γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν χρειαστεί για τα συμφέροντά τους. Που, πάρα πολύ συχνά τα βαφτίζουν ιδανικά για να μην καταλαβαίνουμε περί ποιων ακριβώς συμφερόντων πρόκειται.
Όταν π.χ. μας προτείνουν να σκοτωθούμε για την πατρίδα (τι πρόταση κι αυτή, μα τον Δία) δεν μας λένε ότι πρόκειται να σκοτωθούμε για τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης της πατρίδας που κάνει τον πόλεμο, γιατί έχει σοβαρούς οικονομικούς λόγους να τον κάνει.
Είναι πολύ εύκολο να εφεύρει κανείς ιδανικά. Ακόμα και ο Τρωικός πόλεμος έγινε για το (αισθητικό) ιδανικό που επέβαλλαν τα μάτια της ωραίας Ελένης, κι όχι για τους θησαυρούς της Τροίας, που είχαν κάτσει στο μάτι των Αχαιών! Κοίτα να δεις πλάκα, φίλε μου! Να σε στέλνουν να σκοτωθείς, κι αν γυρίσεις ζωντανός να μη σου δίνουν μοιράδι από τη λεία, και να σ' αφήνουν να βολοδέρνεις με τα ιδανικά για τα οποία, λέει, έγινε ο πόλεμος. Τουλάχιστον οι αρχαίοι Έλληνες πρότειναν αισθητικά ιδανικά στους μελλοθάνατους. Ενώ εμείς οι τενεκέδες σκοτωνόμαστε για το «βασιλιά και την πατρίδα». Και καλά για την πατρίδα. Τσιμέντο να γίνει. Αμ, εκείνος ο βασιλιάς, πως διάολο γίνεται και γίνεται ιδανικό; Ω, τι κόσμος ηλίθιων μπαμπά Πλάτωνα!
Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο.
Ο καπιταλισμός, λοιπόν, έκανε καταμερισμό έργου και στην ηθική. Τοποθέτησε το «κακό» σε τούτο τον κόσμο και το «καλό» στον άλλο, ώστε οι κακοί να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σε τούτο τον κόσμο και οι καλοί να παίζουν το κομποσκοίνι τους (ίσως και κάτι άλλο) όσο οι κακοί κάνουν «καλές δουλειές». Έτσι γινόταν πάντα στην ιστορία, αλλά ο καπιταλισμός επιτέλους είπε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δηλαδή, δεν το βροντοφώναξε τ’ όνομα. Το είπε από μέσα του για να μην τ’ ακούσουν οι χαχόλοι και σταματήσουν να σκοτώνονται, για το βασιλιά (κοίτα να δεις πλάκα) και την πατρίδα
Γι’ αυτό και πρόκοψε τόσο γρήγορα ο καπιταλισμός. Πρόκοψε, που λέτε, γιατί αναγνώρισε πως η ιστορία είναι «κακή» απ’ την (δια τη φύση. Θέλω να πω, πως αναγνώρισε ότι η ιστορία φτιάχνεται και από τους ηθικούς και από τους ανήθικους, εναλλάξ ή κατά ζεύγος, θέλω να πω, μ’ άλλα λόγια, πως η ιστορία δεν δίνη πεντάρα για την ηθική. Μπορεί να κλαψουρίζουν οι άνθρωποι μετά από κάθε μάχη, πάντως ο αγώνας δόθηκε και κερδήθηκε - κι αυτό έχει σημασία. Αν δοθεί χωρίς να κερδηθεί, τότε κλάψτα δικαίως.
Στον καπιταλισμό μετράει μόνο η αποτελεσματικότητα, και ποτέ η ηθική. Αυτό, βέβαια, γινόταν — πάντα κι αυτό έκαναν και τα προγενέστερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα. Όμως, ο καπιταλισμός επιδίωξε την αποτελεσματικότητα παντί τρόπω — και γι’ αυτό ακριβώς πρόκοψε και μεγαλούργησε. Σκέψου να κατακτάς την Αμερική, χωρίς, λέει, να σκοτώσεις ούτε έναν Ινδιάνο! Σκέψου να σου επιτίθονται οι φίλοι και γείτονες Τούρκοι για να σε λεηλατήσουν και συ, λέει, να τους λες: Μα, γιατί το κάνατε αυτό παιδιά! Δεν είναι ευγενικό!
Μη με υποχρεώσετε να σας σκοτώσω και χάσω τον Παράδεισο στα καλά καθούμενα! Φύγετε, σας παρακαλώ, γιατί θα φωνάξω τον μπαμπά μου τον Ανδρέα.
Λοιπόν, ας αφήσουμε την πλάκα κι ας το πούμε καθαρά για να το καταλάβουν και οι... εθνικόφρονες (λες;) Το ήθος μετράει και στον άνθρωπο και στις κοινωνίες. Η ηθική όμως δεν μέτρησε ποτέ και σε τίποτα. Μπορεί κάποιοι να κέρδισαν τον Παράδεισο χάρη στην ηθική, αλλά μη μου ζητάτε περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς, γιατί θα δυσκολευτώ να τις διασταυρώσω ως καλός και ευσυνείδητος δημοσιογράφος.
Άλλωστε, ποτέ ο διευθυντής μου δεν με έστειλε με δημοσιογραφική αποστολή στον Παράδεισο. Με έστειλε στην Κίνα, στην Κούβα, στη Λιβύη, στη Σοβ. Ένωση και αλλαχού, αλλά από Παράδεισο, τίποτα. Κανένα νέο από τον Παράδεισο.
Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη.
Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.
Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ’ αυτή τη Γη.
Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο. Ε, ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός.
Ο σοσιαλισμός μπορεί να γεννηθεί με καισαρική τομή, όπως στη Ρωσία του 1917, αλλά δια παρθενογενέσεως, ποτέ των ποτών. Εμείς οι μαρξιστές δεν μυρίσαμε τον κρίνο για να κυοφορήσουμε το σοσιαλισμό. Θέλω να πω, ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας, έτσι, γιατί είμαστε οι ηθικοί και οι τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προυπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός.
Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας
----------------------
Έτσι που λέτε, η Ελλάδα είναι μια χώρα με κάργα καλούς νοικοκυραίους, που «έχουν γυναίκα και παιδιά», πράγμα που τους εμποδίζει να γίνουν πρωτοπόροι και να βγουν από την πεπατημένη. Λες και οι άλλοι, που συνεχώς διακινδυνεύουν, δεν έχουν γυναίκα και παιδιά, αλλά γάτα και γατάκια. Τι να κάνουμε; Εμείς θα συνεχίσουμε και χωρίς αυτούς. Οι πρωτοπόροι δεν θα λείψουν ποτέ από τον κόσμο, ό,τι και να συμβεί.
Λεν έχει καμιά σημασία τι όνομα παίρνουν κάθε φορά στην ιστορία οι πρωτοπόροι. Οι πρωτοπόροι του καπιταλισμού, αυτοί που τον εδραίωσαν για να μπορούν σήμερα οι καλοί νοικοκυραίοι να παριστάνουν εκ του ασφαλούς και με το αζημίωτο τους καλούς νοικοκυραίους, ήταν αδέρφια μας από ιστορικής, αλλά και ψυχολογικής απόψεως. Οι καλοί νοικοκυραίοι της εποχής τους τους κυνήγησαν άγρια. Και οι λιγότερο βάρβαροι από αυτούς τους θεωρούσαν ρομαντικούς και ουτοπιστές. Το τι καζούρα έφαγε ο Κολόμβος από την άρχουσα φεουδαρχική τάξη της εποχής του δεν λέγεται. Αλλά, χωρίς την ανακάλυψη της Αμερικής, καπιταλισμός δεν θα υπήρχε, τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή. Όχι γιατί η Αμερική είναι σήμερα η μητρόπολη του καπιταλισμού, αλλά διότι χωρίς τον πλούτο που συνέρρευσε από το νέο κόσμο στον παλιό, θα ζούσαμε ίσως ακόμα υπό φεουδαρχικό καθεστώς.
Βέβαια, κάποτε ο νέος κόσμος αυτονομήθηκε από τους γέρους Ευρωπαίους γονείς του. Όλα τα παιδιά φεύγουν κάποτε από το σπίτι τους και κάνουν δικό τους νοικοκυριό. Οι πρωτοπορίες που κινούν την ιστορία, συνεχώς ανανεώνονται και συνεχώς διαφοροποιούνται. Εμείς οι κομουνιστές δεν διεκδικήσαμε ποτέ για τον εαυτό μας τον τίτλο του μοναδικού πρωτοπόρου στην ιστορία αν και πολλοί από μας έχουν την ηλίθια τάση να πιστεύουν πως, πριν από μας ο κόσμος μπουσουλούσε ως νήπιο μόνο και μόνο γιατί λείπαμε εμείς ενώ, αν εξαφανιστούμε εμείς, ο κόσμος θα χάσει οριστικά και αμετάκλητα τους πρωτοπόρους του. Είναι ίδιον των ηλίθιων να νομίζουν πως είναι αναντικατάστατοι, χωρίς να παίρνουν υπόψη πως τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους, όπως έλεγε ο Κλεμανσό. Εν πάση περιπτώσει, στην πορεία μας προς τα μπρος πρέπει να συνυπολογίζουμε και τη φύρα από την αριστερή εκδοχή της βλακείας, ου μην αλλά και της αριστερής αγραμματοσύνης. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αριστερή βλακεία από αυτή που θεωρεί τον καπιταλισμό εξ υπαρχής και εξ ορισμού εχθρό της κοινωνικής ανάπτυξης.
Βρε ηλίθιοι, ο πολιτισμός εντός του οποίου ζείτε είναι καπιταλιστικός. σιδηρόδρομος, το ατμόπλοιο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, το τηλέφωνο, ο ασύρματος, το ραδιόφωνο, οι ακτίνες Ρέντγκεν, η ιατρική τεχνολογία, ο κινηματογράφος, η διάσπαση του ατόμου, ο φωνογράφος, η ηλεκτρογεννήτρια, ο ηλεκτρικός λαμπτήρας, η τηλεόραση, το βίντεο, οι ακτίνες λέιζερ, το κόμπακτντισκ,το μικροτσίπ, ο κομπιούτερ,όλα αυτά και χιλιάδες άλλα
εφευρέθηκαν και μπήκαν στη ζωή μας για να την ευκολύνουν (μερικοί ανίατα ηλίθιοι και βαθύτατα συντηρητικοί λένε για να τη δυσκολέψουν)υπό καπιταλιστικό κοινωνικό καθεστώς. Ο πολιτισμός που δημιούργησε ο καπιταλισμός είναι εντελώς μεγαλειώδης. Σου κόβεται η ανάσα μπροστά στα κολοσσιαία επιτεύγματά του. Ο καπιταλισμός απελευθέρωσε, με έναν εντελώς πρωτόφαντο στην ιστορία τρόπο, τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Εμείς οι μαρξιστές, όμως, πιστεύουμε πως δεν απελευθερώθηκαν όλες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να απελευθερωθούν κάτω από τις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης. Δεν μπήκαν όλοι οι άνθρωποι στην παραγωγή, δεν αξιοποιήθηκαν όλα τα ταλέντα, δεν κηρύχτηκε «γενική επιστράτευση» για την παραπέρα ανάπτυξη του πολιτισμού.
Ο μαρξισμός και ο κομουνισμός που αυτός συνεπάγεται, δεν «σκοτώνουν» τον καπιταλισμό, αντίθετα τον σέβονται απεριόριστα θεωρώντας τον άμεσο πρόγονο. Απλώς, προσπαθούν να βγάλουν την κοινωνία από τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο καπιταλισμός, σε μια δεδομένη στιγμή της καλπαστικής του ανάπτυξης. Ο κομουνισμός δεν είναι το αντίθετο του καπιταλισμού, είναι η συνέχεια του καπιταλισμού. Παίρνει τα κοινωνικά πράγματα εκεί που τα αφήνει ο καπιταλισμός και τα αναπτύσσει παραπέρα. Τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο μαρξισμός του Μαρξ κι όχι ο μαρξισμός του μπακάλη της γειτονιάς μου που συμπαθεί, λέει, το ΚΚ, έτσι γιατί του φαίνεται συμπαθητικό.
Ως πότε λοιπόν θα στηρίζουμε τον αγώνα μας στα συναισθήματα; Το μυαλό γιατί το ’χουμε; Για να συντάσσουμε ωραίους λόγους κατά τις προεκλογικές περιόδους; Εδώ εξαντλείται ο αγώνας μας ως πρωτοπόρων; Ω, γέρο-Κάρολε, που ’σαι να δεις τα «παιδιά» σου! Τα μισά γεννήθηκαν ελαττωματικά. Και πολύ συναισθηματικά!
Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
----------------------
Η αναρχία είναι μια κατάσταση φυσική. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος δε μπορεί παρά να νιώθει άσχημα όταν κάποιος ή κάποιοι προσπαθούν να περιορίσουν τη φυσική για κάθε άνθρωπο τάση να φέρεται φυσικά. Η εξουσία είναι κάτι το παρά φύση. Στη φύση δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία. Ηγέτης είναι αυτός που ηγείται, που προηγείται και δείχνει το δρόμο στους άλλους για να μη χαθούν.
Το κριάρι δεν ασκεί εξουσία στο κοπάδι, απλώς ηγείται του κοπαδιού. Μια μικρή ή μεγάλη ομάδα ανθρώπων εύκολα δέχεται ως φυσικό ηγέτη αυτόν που αναδεικνύεται φυσικά, μέσα από φυσικές, μη καταναγκαστικές, αυτόματες διαδικασίες. Οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν δεν το δείχνουν, πάντα δυσφορούν όταν ο ηγέτης έρχεται έτοιμος απέξω ή πέφτει με αλεξίπτωτο από πάνω. Αναρχία, λοιπόν, είναι η άρνηση κάθε μορφής εξουσίας που δεν είναι φυσική και κοινά αποδεκτή από όλους και όχι μόνον από την πλειοψηφία. Η αναρχία πάει σταθερά κόντρα σε κάθε είδους αρχή, σε κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική, κομματική. Η αναρχία και η ελευθερία είναι σχεδόν συνώνυμα.
Οι προσπάθειες των φιλοσόφων να τοποθετήσουν τα όρια της ατομικής ελευθερίας ενός ανθρώπου δίπλα στα όρια της ατομικής ελευθερίας του κάθε ανθρώπου, δεν είναι παρά μια θεωρητική επιβεβαίωση του κύριου αιτήματος του αναρχισμού για σεβασμό της ατομικότητας και της προσωπικότητας του καθένα. Αρκεί, βέβαια, τούτη η προσωπικότητα να μην είναι χονδροειδώς ετεροκαθορισμένη, και με τον ψυχολογικό μηχανισμό της «ψευδούς συνειδήσεως» να γίνεται αντιληπτή από το άτομο σαν αβίαστα αυτοκαθορισμένη.
Δεν είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει πως είναι άνθρωπος με προσωπικότητα, όταν είναι καταφάνερο πως το συνειδησιακό περιεχόμενο της προσωπικότητάς του δε δημιουργήθηκε κάτω από μια πολύ μεγάλη δέσμη ανεμπόδιστων επιδράσεων, αλλά μπήκε στη συνείδηση με «μετάγγιση» από μια κοινή δεξαμενή, ας πούμε από τον Θεό, από την κομματική ιδεολογία, από τη συλλογική «εθνική ψυχή», από τον Αρχηγό. Το αναρχικό κίνημα, με τις πολλές και ποικίλες παραλλαγές του, αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση στην κοινωνία καθεστώτος πραγματικής ισότητας, πραγματικής αδελφοσύνης, πραγματικής δικαιοσύνης, έξω και πέρα από κάθε καταναγκασμό που βάζει όρια και στην ισότητα, και στην αδελφοσύνη, και στη δικαιοσύνη.
Ο αναρχισμός, η απόρριψη της Αρχής, της εξουσίας σε όλες της τις μορφές, είναι ένα ιδανικό για την αβίαστα και ελεύθερα αυτορρυθμιζόμενη προσωπικότητα. Μια συγκεκριμένη «κοινωνία ζώων» δεν αλληλοσπαράσσεται. Τα μέλη της ανακαλύπτουν την αξία της φυσικής κοινωνικότητας μόνα τους, με βάση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Το φυσικό δίκαιο δεν είναι το δίκαιο της ζούγκλας. Γίνεται, όμως, δίκαιο της ζούγκλας όσον αφορά στις «εξωτερικές σχέσεις». Μια ομάδα ζώων του ίδιου είδους μπορεί να βρίσκεται σε σταθερά εχθρικές σχέσεις με μια άλλη ομάδα ζώων διαφορετικού είδους. Αν αντιμετωπίζουμε τις ανθρώπινες φυλές σαν διαφορετικά ζωικά είδη που αλληλοσπαράσσονται μέχρι εξοντώσεως, τότε δεν είμαστε μόνο ρατσιστές, είμαστε ζώα, αφού ξέρουμε πως όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως φυλής, ανήκουν στο ίδιο βιολογικό είδος.
Κανένας άνθρωπος δε διαφέρει από τον άλλο όσον αφορά στις βιολογικές λειτουργίες. Κάθε διαφορά στην εξωτερική εμφάνιση έχει σχέση μάλλον με το περιβάλλον παρά με τη βιολογία. Όταν ζεις στη διακεκαυμένη ζώνη είναι σαν να κάνεις μια διαρκή, καταναγκαστική ηλιοθεραπεία. Το δέρμα σου μαυρίζει και το επίκτητο χαρακτηριστικό γίνεται κληρονομικό με την εγγραφή του στο DNA. Κάθε λευκός θα μαυρίσει ύστερα από χίλιες γενιές απογόνων, αν εγκατασταθεί σήμερα στη Νιγηρία, για παράδειγμα.
Κάθε διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα σε φυλές είναι διαφορά ανάμεσα σε συμφέροντα και όχι σε αίματα. Ο εθνικισμός είναι πολιτιστικό δεδομένο. Στηρίζεται στη διαφορετικότητα των πολιτισμών ή μάλλον στην ιεράρχηση των πολιτισμών, αν δεχτούμε πως θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια τέτοια ιεράρχηση, πράγμα που ο μεγάλος εθνολόγος και δημιουργός του δομισμού (στρουχτουραλισμού) Λεβί-Στρός το απορρίπτει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος πολιτισμός, λέει ο Λεβί-Στρος.
Κάθε πολιτισμός υπάρχει «καθ’ εαυτόν και διά τον εαυτό του», όπως θα έλεγαν οι υπαρξιστές. Μόνο η τερατώδης αλαζονεία του αποικιοκράτη ευρωπαίου θα κάνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μέτρο σύγκρισης για όλους τους άλλους. Γιατί οι ινδιάνοι της Αμερικής να μη βλέπουν σαν κατώτερο του δικού τους τον εξοντωτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό που τους καθυπόταξε; Και τι θα μπορούσε να σημαίνει η νοσταλγία του «πολιτισμένου» για το «χαμένο παράδεισο», αν όχι μια αναγνώριση της αξίας πολιτισμών που δε μοιάζουν με το δικό του;
Ο αναρχισμός πριν απ’ όλα είναι μια αποδοχή της ετερότητας, ένας σεβασμός του διαφορετικού, μια συνεργασία με το «όλως άλλο», όπως θα έλεγε ο Κροπότκιν.
Ο αναρχισμός, δίνοντας έμφαση στην αυτοκαθοριζόμενη προσωπικότητα, είναι φυσικό να απεχθάνεται κάθε αγελαία συμπεριφορά ακόμα και την εθνικιστική, πολύ περισσότερο τη ρατσιστική. Ωστόσο, κάθε τόσο εμφανίζονται αγέλες «αναρχικών». Βέβαια, δεν πρόκειται για κλασικού τύπου αναρχικούς, αλλά για «αναρχοαυτόνομους», που είναι το ακριβώς αντίθετο των αναρχικών. Οι αναρχικοί είναι εξόχως κοινωνικοποιημένα άτομα.
Κύριος στόχος τους είναι η δημιουργία μιας όσο το δυνατόν πιο φυσικής κοινωνίας, χωρίς καταναγκασμούς και καταπίεση. Οι αναρχοαυτόνομοι, αντίθετα, είναι τέρατα εγωισμού, επιδεικτικά εχθρικοί όχι μόνο προς τον αντιφρονούντα, αλλά και προς τον ομοϊδεάτη τους. Είναι αυτοί ακριβώς που γελοιοποιούν σταθερά και μόνιμα το αναρχικό κίνημα, με την ίδια περίπου έννοια που οι γραφειοκράτες κομμουνιστές γελοιοποιούν σταθερά και μόνιμα το κομμουνιστικό κίνημα.
Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού
----------------------
«Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Ρισκάρεις λοιπόν, σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη; Μα, περίμεναν να ξεθυμάνει η χολέρα που λέγεται χούντα για να βγουν από το καβούκι, αυτοί οι καλοί νοικοκυραίοι.
Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε. Γιατί, λοιπόν, σκοτώνονται να μαζέψουν τα σάπια φρούτα που κάθε χρόνο πέφτουν κάτω από το δέντρο του Πολυτεχνείου οι όψιμοι αντιστασιακοί; Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι εδώ στους έτσι κι αλλιώς ζωηρούς έφηβους που, με κάθε ευκαιρία, το παίζουν επαναστάτες... ή περίπου.
Βρισκόμουν από την πρώτη μέρα της δικτατορίας στον προθάλαμο της κόλασης και ήδη είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι σιγά-σιγά με την ιδέα ενός θανάτου διά τυφεκισμού. Εκείνους τους πρώτους μήνες της αναγέννησης του φοίνικα από τις παλιές του στάχτες, που ξέμειναν από άλλους καιρούς, κανείς δεν ήξερε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα.
Οι αντιστασιακοί σε ένα χρόνο, όταν θα γίνει φανερό πως η χούντα είναι της πλάκας, θα πληθύνουν πολύ. Εύκολα αντιστέκεται κανείς όταν ξέρει πως τουλάχιστον η ζωή του δεν κινδυνεύει. Όμως, εμείς είχαμε αρχίσει την αντίσταση κατά της χούντας από την πρώτη κιόλας μέρα, χωρίς να νοιαστούμε και πολύ για τις συνέπειες της στράτευσής μας. Δεν ήμασταν μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας» που πάρα πολύ όψιμα αποφάσισαν να αντισταθούν κι αυτοί στη χούντα, κυρίως δια συνεδριάσεων. Όπως και να΄ναι, το καλοκαίρι του 1968 είμαι ελεύθερος, ύστερα από δέκα μήνες φυλακή. Εντάξει, ήμουν ελεύθερος, αλλά τι να την κάνω την ελευθερία χωρίς δουλειά, χωρίς τους φίλους που είχαν σκορπίσει εδώ και κει στην Ευρώπη, στα νησιά και στις φυλακές; Το πρώτο που σκέφτηκα ύστερα από μια εβδομάδα ελεύθερου βίου ήταν να κάνω κάτι κατεπειγόντως ώστε να ξαναμπώ φυλακή, ή έστω εξορία. Το σκέφτηκα μεν σοβαρά, όμως ήταν αδύνατο να έχω επαφή με κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Αφενός γιατί οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν ήδη μετακομίσει στο εξωτερικό για να κάνουν από κει τουριστική αντίσταση εκ του ασφαλούς, και αφετέρου διότι ήμουν ήδη σεσημασμένος, και οι συνωμοτικοί κανόνες λεν να μην πλησιάζεις τους σεσημασμένους.
Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας. Η αντίσταση ήταν λίγο ως πολύ πλατωνική, εκτός απʼ την ηρωική μεν αλλά δυστυχώς αποτυχημένη απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη να σκοτώσει το δικτάτορα. Όλες οι προσπάθειες για οργάνωση ένοπλης αντίστασης έμειναν στα σχέδια, ενώ οι βομβιστικές ενέργειες κάποιων ζωηρών και ριψοκίνδυνων γίνονταν ερήμην των μεγαλυτέρων σε αριθμό αντιστασιακών οργανώσεων, του ΠΑΜ και του ΠΑΚ. Ούτε το πεπειραμένο ΚΚΕ ενέκρινε την βίαιη εξέγερση, τώρα που και τα αστικά κόμματα θα την πιθυμούσαν πολύ. Τελικά το πράγμα περιορίστηκε σε μία τουριστικού τύπου αντίσταση απʼτο εξωτερικό, όπου πρωταγωνιστούσε, όπως και στο κυρίως ειπείν θέατρο, η πληθωρική Μελίνα Μερκούρη, που το έπαιζε Πασιονάρια.
Ακούστε τώρα και τον Γιώργο Σεφέρη στο περίφημο κείμενό του κατά της χούντας, γραμμένο το Μάρτιο του 1969 . Του χρειάστηκαν δυο χρόνια για να αποφασίσει να μιλήσει, λίγο πριν πεθάνει : «Είναι μια κατάσταση (η χούντα) που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος, μέσα στα τελματωμένα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου...»
Γιατί κύριε; Είναι στάση πνευματικού ανθρώπου αυτή; "Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου το γκρεμό που μας οδηγεί η καταπίεση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή..." Σύμφωνοι, σεβαστέ μου, μεγάλε ποιητή. Όμως και οι δικτάτορες για εθνική επιταγή μιλούν. Ποιες από τις δυο εθνικές επιταγές είναι η σωστή; Σας βεβαιώ καμία. Η δικτατορία δεν είναι λύση. Όμως ούτε η μεγαλόστομη αοριστολογία ενός σπουδαίου ποιητή που συνήθισε να κρύβεται πίσω απ` την αμφισημία της ποίησης είναι λύση.
Πάντως ο Σεφέρης μίλησε. Ο Ελύτης δε μίλησε.
Πάρα πολλοί δε μίλησαν.
Ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, γνωστός και ως «πίθηκος», ήταν πολύ άτυχος. Διορίστηκε πρωθυπουργός την 8η Οκτωβρίου 1973, και ενάμιση μήνα μετά την ορκωμοσία του, εκδηλώνεται η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ήρθε στην εξουσία υποτίθεται για να εκτονώσει την κατάσταση και να κατασιγάσει τα πάθη μετά την εξέγερση της Νομικής, αλλά τα πάθη φούντωσαν εντελώς απροσδόκητα στο Πολυτεχνείο από την 14η Νοεμβρίου 1973 που αρχίζει η κατάληψη, μέχρι τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή της 17ης Νοεμβρίου, που τα τανκς θα σπάσουν την πόρτα και θα καταστείλουν την αυθόρμητη, αυτοκαθοδηγούμενη και ακαθοδήγητη από τα κόμματα φοιτητική εξέγερση.
Σιγά σιγά, τις τρεις μέρες που κρατάει ο ξεσηκωμός, πλήθη λαού θα κατακλύσουν τον πέριξ του Πολυτεχνείου χώρο, περισσότερο για να συμπαρασταθούν βουβά στους φοιτητές, παρά για να αντισταθούν στη χούντα. Όμως το μήνυμα που θα σταλεί προς τη χούντα, εκτός από σαφές είναι και αιματηρό. Είναι κάμποσοι αυτοί που "πέφτουν" όχι ηρωικά, αλλά από αδέσποτες και από σφαίρες που ρίχνουν στο ψαχνό οι δύστυχοι επίστρατοι προς τρομοκράτησιν.
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί η εξέγερση του Πολυτεχνείου ονομάστηκε έπος. Τούτη η αυθόρμητη παθητική αντίσταση στη χούντα έχει μάλλον έναν λυρικό παρά έναν επικό χαρακτήρα. Και η επέλαση των τανκς κατά των νεαρών αόπλων έχει περισσότερη σχέση με γκραν γκινιόλ μέσα στη νύχτα παρά με έπος. Το «έπος» δημιούργησε εντελώς κατά λάθος μια «ηρωίδα», τη Μαρία Δαμανάκη, της οποίας ο ηρωισμός συνίσταται στην εκφώνηση - από το ραδιόφωνο των φοιτητών - των συνθημάτων και των ανακοινώσεων της συντονιστικής επιτροπής.
Πάντως πολλοί είχαν την ευκαιρία να βάλουν υποψηφιότητα για πολιτικοί εκεί μέσα στο Πολυτεχνείο. Για τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Στέφανο Τζουμάκα, ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, ο δρόμος προς τη Βουλή, την πολιτική σκηνή, το πολιτικό παρασκήνιο και την εν γένει ελληνική πολιτική αθλιότητα, ξεκινάει από κει. Πράγμα που σημαίνει πως για την ανανέωση της ελληνικής πολιτικής ζωής σήμερα, πρέπει ίσως να υπάρξει και ένα δεύτερο Πολυτεχνείο, και ένα τρίτο και ένα τέταρτο, μέχρι που να πέσουν οι πολλές δημοκρατικότατες χούντες που προήλθαν απ' την διάλυση της μεγάλης χούντας.
Δεν πήγα ποτέ στο Πολυτεχνείο, ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε τότε ούτε αργότερα. Δεν πήρα ποτέ μέρος στις προσκοπικές τελετές και τις ηλίθιες πορείες κατά την ημέρα της «επετείου του Πολυτεχνείου» τούτο το μεγάλο συλλογικό άλλοθι για την ηθική ανεπάρκεια ενός ολόκληρου λαού.»
-------------------
[…] Αν το έθνος είναι μια έννοια που ανήκει πλέον στην αρχαιολογία της σκέψης, πράγμα που δημιουργεί την ανάγκη της επικάλυψης της απ’ την πάντα δρώσα επικαιρότητα του συναισθήματος (μόνο το συναίσθημα θα δικαιολογούσε την προσκόλλησή μας στην έννοια της εθνότητας, που κατάντησε έννοια περίπου… ερωτική), η έννοια του κράτους, αντίθετα, είναι πάντα επίκαιρη και πάντα δρώσα. Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του έθνους.
Όπως ήδη αντιληφθήκαμε, το έθνος είναι έννοια εξαιρετικά πλατιά – τόσο πλατιά που να ξεχειλώνει από παντού και κανείς να μην μπορεί να τη συμμαζέψει. Άλλωστε, κανείς μελετητής δεν κατάφερε να δώσει έναν σαφή ορισμό της έννοιας «έθνος». Πώς θα ήταν δυνατό να οριστούν με σαφήνεια τα συναισθήματα; Η έκφραση, για παράδειγμα, «αγαπώ την Ελλάδα» (νοούμενη ως έθνος) δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την έκφραση «αγαπώ τη Μαρία». Και οι δύο εκφράσεις είναι το ίδιο δυσπερίγραπτες λογικά, γιατί είναι το ίδιο συναισθηματικές.
Και, επειδή κάτι πρέπει ν’ αγαπάει κανείς σε τούτο τον κόσμο, όταν δεν είναι σε θέση να αγαπήσει τις γυναίκες (και οι γυναίκες τους άντρες) καταλήγει τελικά ν” αγαπήσει μέχρι παραφροσύνης… τη σημαία, το στέμμα και άλλα τέτοια φετίχ, αποδεικνυόμενος γνήσιος ειδωλολάτρης. Παρά ταύτα, έχει την αξίωση να τον αντιμετωπίζουμε ως πολιτισμένο άνθρωπο. Ε, όχι. Πάει πολύ. Είναι τόσο βάρβαρος, όσο και ο Αφρικανός ανθρωποφάγος. Γιατί, αν δεν ήταν ανθρωποφάγος δε θα επιθυμούσε να «φάει τον εχθρό», ή να τον «πετάξει στη θάλασσα» (δηλαδή να τον πνίξει σαν γατί) ή να του «πιει το αίμα» σαν βρικόλακας. Ας το καταλάβουμε καλά: Ο εθνικισμός είναι πρωτογονισμός και βαρβαρότητα, κυρίως όταν ο «εθνικόφρων» είναι τόσο βλαξ, που να μην μπορεί να καταλάβει πως πίσω απ’ αυτό τον πρωτόγονο συναισθηματισμό κρύβονται τα πεζά σχέδια τον οικονομικά ισχυρών.
Η ομηρική λέξη κράτος, λοιπόν, σημαίνει στην κυριολεξία ισχύς, δύναμη, εξουσία, βία, κυριαρχία. (Η λέξη παράγεται απ’ το ρήμα κρατώ που σημαίνει είμαι ισχυρός, είμαι δυνατός, είναι κυρίαρχος.) Αν το έθνος είναι έννοια συναισθηματική, που έγινε τέτοια από εκπεσμό του αρχικού φυλετικού και στη συνέχεια του πολιτιστικού της περιεχομένου, το κράτος είναι έννοια λογική μέχρι παραλογισμού. Τίποτε δεν είναι πιο υπαρκτό, πιο βασανιστικό και πιο καταπιεστικό απ’ το σύγχρονο κράτος, σ’ όλες του τις μορφές. Σε τελική ανάλυση, κράτος είναι οι νόμοι του κράτους, οι χωροφύλακες του κράτους, οι δεσμοφύλακες του κράτους. Και οι… παπάδες του κράτους, στην περίπτωση που οι παπάδες πλην της πνευματικής θέλουν να ασκούν και κοσμική εξουσία, καλή ώρα σαν τους δικούς μας δεσποτάδες, που ολοένα και περισσότερο απομακρύνονται απ’ το πνεύμα και ολοένα και περισσότερο πλησιάζουν το… οινόπνευμα. (Το καλό κρασί θέλει και καλό φαΐ, λέει ο λαός.)
Παρόλο που το κράτος στηρίζεται συναισθηματικά στο έθνος, στις περιπτώσεις εκείνες που, όπως εδώ, δεν μπορεί να στηριχτεί σ’ αυτό ούτε φυλετικά ούτε πολιτιστικά, αδιαφορεί πλήρως για το έθνος. Και μη μου πείτε πως οι υδροκέφαλοι «κρατικοί λειτουργοί» εδώ στην Ελλάδα των Ελλήνων κομπιναδόρων πιστεύουν έστω και μια λέξη απ’ αυτά, που λένε στους εκφωνούμενους κατά τις εθνικές επετείους λόγους. Πρόκειται, απλώς, για λόγια παχιά που απευθύνονται σε εγκέφαλους αδύνατους. Και καμιά φορά, πρόκειται για λόγια παχιά που κυοφορούνται σε εγκέφαλους αδύνατους και απευθύνονται σε εγκέφαλους το ίδιο αδύνατους. (Είναι η περίπτωση των «εθνικών» άλογων λόγων του Γ. Παπαδόπουλου και των περί αυτόν κρετίνων.)
ΚΑΠΟΥ, λοιπόν, τα πράγματα έχουν μπλέξει επικίνδυνα. Τόσο που εδώ στην Ελλάδα να μην ξέρουμε πια που σταματάει το κράτος και που αρχίζει το έθνος – και αντίστροφα. “Έτσι, τα κρατικά τα βαφτίζουμε εθνικά, ενώ τα εθνικά δεν είναι παρά κρατικά. Κουλουβάχατα, κατά το δη λεγόμενο.
Μ’ άλλα λόγια, ακόμα δεν καταλάβαμε πως Έλληνας, έτσι πεζά, είναι ο καθένας που έχει την ελληνική υπηκοότητα, που υπακούει, δηλαδή, στους νόμους του ελληνικού κράτους, άσχετα απ’ τη φυλετική του προέλευση. Εντούτοις θέλουμε τους Έλληνες να υπακούουν και στους «νόμους του αίματος», ως γνήσιοι Αφρικανοί. […]
εφημερίδα Έθνος (19.4.87)
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου