Προσφατα
.

5.5.20

Η φορολογική δήλωση του Πειναλέοντα

Η γελοιογραφία του Μποστ που θα δούμε σήμερα δημοσιεύτηκε πριν από 60 χρόνια, και συγκεκριμένα στο τεύχος Φεβρουαρίου 1961 του περιοδικού «Δρόμοι της ειρήνης», του περιοδικού της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, που έβγαινε προδικτατορικά κάθε μήνα και το οποίο στη δεκαετία του 1960 είχε φτάσει σε ψηλά επίπεδα κυκλοφορίας και ποιότητας της ύλης του -μετά τη δικτατορία επανεκδόθηκε, και συνεχίζει να εκδίδεται, αλλά δεν έφτασε ποτέ τις παλιές του δόξες. 

Τακτικός συνεργάτης στους Δρόμους της Ειρήνης ήταν ο Μποστ, ο οποίος έδινε κυρίως ευθυμογραφικά κείμενα· κατ’ εξαίρεση όμως έδινε και σκίτσα, όπως αυτό που θα δούμε σήμερα, που το βρίσκω επίκαιρο κατά κάποιον τρόπο. Το σκίτσο είναι απλό και αδρά ζωγραφισμένο. Καθιστός μπροστά σ’ ένα τραπέζι με κουτσό πόδι, ο Πειναλέων συμπληρώνει τη δήλωση με μια σειρά μηδενικά, ενώ όρθια στο πλάι του η αδερφή του η Ανεργίτσα παρακολουθεί σκυθρωπή, με το αιώνιο «βιβλιάριον απόρων κορασίδων» παραμάσχαλα. 
Στον τοίχο, ένα κάδρο δείχνει τη μαμα-Ελλάς στα νιάτα της. 

Μεταγράφω τον μονόλογο του Πειναλέοντα, ώστε να γκουγκλίζεται. Ίσως ιερόσυλος, τον μεταγράφω σε κανονική ορθογραφία, κυρίως επειδή μου είναι πολύ δύσκολο να αντιγράψω πιστά τηρώντας τη μπόστεια ορθογραφία. 
Αν κάποιος κάνει τον κόπο, ας το βάλει σε σχόλιο και το ανεβάζω μετά στο κείμενο. Ένας καλός φίλος μου έστειλε με ιμέιλ και το κείμενο με την ορθογραφία του πρωτοτύπου (εκτός από τα σκουληκάκια) και το παραθέτω στο τέλος. 

Διά της παρούσης μου δηλώ εντός στη δήλωσή μου 
λαβών γνώσιν ο έφορος και άνευ χαρτοσήμου 
ότι δεν έχω κότερον και ούτε λιμουζίνα 
άνεργος όντος πάσχοντος συνήθως από πείνα. 
Η μήτηρ η γεννήσαντος προσφέρων τας θηλάσεις 
ζει εκ δανείων δωρεών και πρόθυμος διά βάσεις 
και η μικρά μου αδελφή βαρύνας να νηστεύει, 
έχει εξάγει τα χαρτιά διά να μεταναστεύει. 
Όντες πολλάκις νηστικών και πάσχων η μητέρα 
είναι βολεύων εναλλάξ, αλλάζοντος πατέρα. 
Έχοντος πρώτον Βρετανόν, μετά Αμερικάνον νυν 
θα συζεί με Γερμανόν και άνθρωπον τσογλάνον, 
όστις βιάσας την μαμά, ελλείποντες οι άλλοι 
τώρα τα θέλει και αυτή μη έχοντος κεφάλι. 
Η φιλαρέσκεια αυτής και θέλων να αρέσει, 
προσέχει πάντα εις λεφτά κι αν έχει καλή θέση,
ων ερωτύλος εις βαθμόν ανώτερον τυγχάνων 
ποθεί ενδύσεις εκλεκτάς, τα τέκνα της ξεχάνων 
ξεχάνοντες κι εμείς αυτήν, που πάντας προσκυνεί 
εξέρχεται στην Αγοράν διά να γινεί Κοινή 
με Ευρωπαίους συζητεί κι ενώ την αποθώσι, 
αρκεί που είναι δυτικοί, απεχθανεί τους Ρώσοι. 
Κέρδη δηλώνουν άπαντα μικρά-μεγάλα κράτη, 
και η μαμά μας δόσεων δίδει διά το κρεβάτι, 
το «λίκνον του πολιτισμού», έτσι αυτή το λέει, 
κι όλον αυτό μας κοπανεί και κάθεται και κλαίει, 
ενώ δυο λόγια να της πουν, κι αν δει ότι αρέσει, 
ξανά μανά διά Ζάλογγον και στη φωτιά θα πέσει, 
Όθεν το κέρδος μας μηδέν, μηδέν δηλώ εισπράξεις 
πάσχων μαζί με την μαμά και άπαντες οι τάξεις. 
Είναι μυστήρια μαμά! Ίσως κι εμείς να φταίμε, 
είναι αυτό που λέγουσι, Θε μου συγχώρεσέ με. 

Ήταν η εποχή που η Ελλάδα επιδίωκε να συνδεθεί με την Κοινή Αγορά (τη σημερινή ΕΕ), που εξαρτιόταν από τα γερμανικά δάνεια, η εποχή της μαζικής μετανάστευσης. 
Ίσως κάποιοι αναζητήσουν ομοιότητες και διαφορές με σήμερα. Η αναφορά στο Ζάλογγο είναι υπαινιγμός σε παλιότερη δήλωση του Π. Κανελλόπουλου, σχετικά με τις υπέρογκες, λόγω ΝΑΤΟ, στρατιωτικές δαπάνες: «Δεν αντέχομεν αλλά δεν μειώνομεν τας δαπάνας… Εμείς έχομεν Ζάλογγα εις την ιστορίαν μας». 
Και εδώ υπάρχουν ομοιότητες με σήμερα, αν σκεφτούμε την υπερήφανη στάση της Ελλάδας να συμφωνήσει στο εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο παρά το γεγονός ότι το Ιράν μας έδινε πετρέλαιο με πίστωση ενώ από αλλού θα το αγοράζουμε ακριβότερα και χωρίς πίστωση. 
Το Ζάλογγο εξακολουθεί να δείχνει το δρόμο. 

Το κείμενο στην ορθογραφία του Μποστ (αλλά με μονοτονικό, λόγω της διατάξεως περί βαρέων και ανθυγιεινών): 

ΥΠΟΒΟΛΗ ΔΗΛΟΣΕΟΣ 
Διά της παρούσησ μου δηλώ, εντός στη δήλοσή μου 
λαβών γνόσιν ο έφορος κε άνεφ χαρτοσήμου
ότη δεν έχο κότταιρον και ούτε λοιμουζήνα 
άνεργος όντος πάσχωντος σινίθος από πίνα. 
Η μύτηρ η γενήσαντος προσφέρων τας θηλάσεις, 
ζη εκ δανείον, δορεών κε πρόθιμος διά βάσεις, 
κε η μικρά μου αδελφή βαρύνας να νιστέβη, 
έχη εξάγη τα χαρτιά διά να μεταναστέβη. 
Όντες πολάκις νιστικών κε πάσχων η μυτέρα 
είναι βολέβων εναλάξ, αλάζοντος πατέρα. 
Έχοντος πρότον βρετανόν, μετά αμερικάνον 
νυν θα συζή με γερμανόν κε άνθροπον τσογλάνον, 
όστις βιάσας την μαμά, ελείποντες οι άλλοι 
τόρα τα θέλη κε αφτή μη έχοντος κεφάλι. 
Η φυλαρέσκια αφτής κε θέλων να αρέση, 
προσέχη πάντα εις λεφτά κι αν έχη καλή θέση, 
ων εροτήλος εις βαθμόν ανότερον τυγχάνων 
ποθή ενδύσεις εκλεκτάς, τα τέκνα της ξεχάνων, 
ξεχάνοντες κι εμείς αφτήν, που πάντας προσκινεί 
εξέρχετε στην Αγοράν διά να γινή Κοινή 
με εβροπαίους σηζητή κι ενώ την αποθώσι, 
αρκεί που είνε δυτικοί, απεχθανεί τους Ρώσοι. 
Κέρδη δηλόνουν άπαντα μικρά-μεγάλα κράτη, 
κε η μαμά μας δόσεων δίδη δια το κρεβάτη, 
το «λύκνον του πολιτιζμού», έτσι αφτή το λέει, 
κι’όλον αφτό μας κοπανεί κε κάθετε κε κλέει, 
ενώ δυό λόγια να της πουν, κι αν δη ότι αρέση, 
ξανά μανά διά Ζάλονκον κε στη φοτιά θα πέση. 
Όθεν το κέρδος μας μηδέν, μηδέν δηλό εισπράκσεις 
πάσχων μαζύ με την μαμά και άπαντες οι τάξεις. 
Είνε μιστήρια μαμά! Ίσως κι’εμείς να φταίμε, 
είνε αφτό που λέγουσι, Θεμου σινχόρεσέ με. 


« PREV
NEXT »

Δεν υπάρχουν σχόλια