γράφτηκε
στον Τοίχο
9.5.20
-
0
Comments
Τρύφων Λιώτας
Hopi (Χόπι): φυλή ινδιάνων της Αμερικής στη ΒΔ Αριζόνα, επιζούν περίπου 10.000. Το όνομά τους θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «ειρηνικά ανθρωπάκια». Αλλά είναι μια έννοια βαθιά ριζωμένη στη θρησκεία τους, την πνευματικότητα και τις απόψεις τους πάνω στην ηθική. Το να είσαι Χόπι σημαίνει να προσπαθείς να φτάσεις αυτήν την έννοια που περιλαμβάνει μια κατάσταση απόλυτου σεβασμού και ευλάβειας για όλα τα πράγματα, το να είσαι σε ειρήνη με αυτά.
Κoyaanisqatsi (Κογιανισκάτσι): Ζωή / ύπαρξη χωρίς ισορροπία, ταραχώδης, μια κατάσταση στην οποία απαιτείται αλλαγή τρόπου ζωής.
Πρόκειται για ένα διαφορετικό ντοκιμαντέρ, αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς μερικών φίλεργων και τελειομανών καλλιτεχνών. Η σκηνοθεσία είναι του Godfrey Reggio, η μουσική του Philip Glass και κινηματογραφία του Ron Fricke. Γυρισμένο μεταξύ 1975 και 1982, χωρίς ηθοποιούς, σενάριο, πλοκή ή διαλόγους το διαφορετικό είναι μάλλον λίγο για να το περιγράψει.
Όμως τα εξαιρετικά πλάνα, η απίστευτη μουσική υπόκρουση και το «δέσιμο» με τις ιδέες του Reggio καταφέρνει να κλέψει απόλυτα την προσήλωση του ήρεμου θεατή και ως ανταμοιβή να του κοινωνήσει μια νέα γλώσσα αλλά και να του δώσει μια οπτική του κόσμου που μπορεί ίσως τώρα να αποτελεί λίγο ή πολύ, μέρος του συλλογικού υποσυνείδητου αλλά 40 χρόνια πριν ήταν σαν να κοιτάς τον κόσμο για πρώτη φορά.
87 λεπτά εικόνες και μουσική με θέμα τη φύση, την τεχνολογία και τις ζωές μας, που αναγκάζουν το θεατή σε συμμετοχή αλλά του αφήνουν όλη την ελευθερία και το χρόνο να διαλογιστεί πάνω σε αυτό που βλέπει, να δημιουργήσει τους δικούς του συνειρμούς και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα ανάλογα με τα πιστεύω του και τις εμπειρίες του. Ταυτόχρονα θα μάθει πολλά για την ίδια του την ζωή. Θα συγκινηθεί και θα αναρωτηθεί για την ανθρωπότητα, τους ρυθμούς της, τις σχέσεις της πριν και τώρα με τη φύση και την τεχνολογία. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα καλό ντοκιμαντέρ;
Στο πρώτο μισό της παρατηρούμε κυρίως τη φύση. Τα τρία βασικά στοιχεία της ζωής: Γη, Αέρας και Νερό. Τα συστατικά που κάνουν εφικτή τη ζωή πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Και μετά η Φωτιά: ο άνθρωπος και οι παρεμβάσεις του στη φύση. Συνήθως βίαιες και σε αντίθεση με τον τρόπο της φύσης, μπορούν να συνοψιστούν σε βουνά που ανατινάζονται, φωτιές που καταβροχθίζουν, πυρηνικές δοκιμές, κατεδαφίσεις κτηρίων, αύξηση πληθυσμού και τα παρεπόμενα που χρειάζεται αυτός για να συνεχίσει να καταναλώνει. Μποτιλιαρίσματα, αυτοματοποίηση στην παραγωγή αυτοκινήτων και τροφής, δαιδαλώδη συστήματα δρόμων που σε γρήγορη κίνηση μοιάζουν με αρτηρίες, εικόνες από το διάστημα όπου βλέπουμε τις απαστράπτουσες πολιτείες να μεταμορφώνονται σε κυκλώματα υπολογιστών. Την ροή της κίνησης της ζωής ενός αμέτρητου πλήθους ανίδεου και χωρίς συναίσθηση απέναντι σε όλα πλην του εαυτού του και της ικανοποίησης των επιθυμιών του.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει κάνει μερικά διευκρινιστικά σχόλια (οι σημειώσεις στις παρενθέσεις και οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου):
«Αυτό που θέλησα να μεταδώσω με την ταινία είναι ότι υφίσταται μια μεταφορά όλης της φύσης, του φυσικού μας περιβάλλοντος ως ξενιστή για την ανθρώπινη κατοίκηση, σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον σε μια μαζική τεχνολογία ως περιβάλλον. Αυτά τα ντοκιμαντέρ (σσ. Το παρόν ντοκιμαντέρ αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του G. Reggio) ποτέ δεν είχαν σκοπό να δείξουν τα αποτελέσματα της βιομηχανικής τεχνολογίας στον άνθρωπο. Αυτό που φιλοδοξούσαν να καταδείξουν είναι ότι όλα πολιτική, εκπαίδευση, οικονομική συγκρότηση, κρατική συγκρότηση, γλώσσα, κουλτούρα και θρησκεία, όλα αυτά υπάρχουν μέσω της φιλοξενίας τους από την τεχνολογία. Δεν είναι λοιπόν τα αποτελέσματα, είναι ότι όλα υπάρχουν μέσω αυτής. Δεν είναι ότι χρησιμοποιούμε την τεχνολογία είναι ότι τη ζούμε. Έχει γίνει τόσο πανταχού παρούσα όσο ο αέρας που αναπνέουμε. Έτσι λοιπόν δεν έχουμε πια συνείδηση της παρουσίας της».
«Αφαίρεσα την πλοκή, το σχολιασμό, τους ηθοποιούς και γενικά ότι χρησιμοποιείται ως προσκήνιο και προσπάθησα να αναδείξω τα στοιχεία που κυριαρχούν στο υπόβαθρο (μουσική και φόντο) για να αποδώσω αυτό που υπάρχει σήμερα – τώρα. Αυτό ήταν το υποκείμενο της παρατήρησής μου. Βλέπουμε την κίνηση σαν γεγονός. Βλέπουμε την επιτάχυνση, την πυκνότητα σαν ιδιότητες ενός τρόπου ζωής που δεν τον παρατηρούμε αλλά συνεχίζουμε να βιώνουμε χωρίς να αναρωτιόμαστε. Ο ανεξέταστος βίος είναι σαν να ζεις σε θεοκρατία.»
«Δεν ήθελα η ταινία να έχει όνομα. Δεν ήθελα γιατί δε σύναδε με το σκεπτικό της ταινίας αλλά κυρίως γιατί το απερίγραπτο, το ακατονόμαστο δεν μπορεί να αποδοθεί με μία λέξη. Δεν ήθελα η εικόνα μιας λέξης να συνδεθεί με όλο το ντοκιμαντέρ. Επίσης η απουσία της γλώσσας δεν οφείλεται σε μια απέχθεια προς αυτή (σσ. το επάγγελμά του ήταν καθηγητής) αλλά επειδή η γλώσσα μας βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους ταπείνωσης γιατί δεν περιγράφει πλέον τον κόσμο που ζούμε.
Γι’ αυτό όταν υποχρεώθηκε να διαλέξει πρώτο του μέλημα ήταν να διαλέξει μία που δε θα είχε κανένα πολιτισμικό υπόβαθρο, καμία από πριν ιδιαίτερη ερμηνεία. Όταν ανακάλυψε τη γλώσσα των Χότι είδε ότι ό,τι λέγαμε εμείς κανονικό αυτοί το λέγανε αφύσικο, ό,τι λέγανε αυτοί τρελό εμείς το λέγαμε λογικό. Ήταν μουσική στ’ αυτιά μου», λέει χαρακτηριστικά.
Στην ερώτηση για τι πράγμα μιλά η ταινία είναι αφοπλιστικός:
«Μιλά για την ομορφιά που προκαλεί δέος και για την άσχημη ομορφιά ή την ομορφιά του τέρατος. Δε θέλησα όμως να δώσω την προφανώς αρνητική πλευρά της τεχνολογίας: πολέμους, κοινωνικό αποκλεισμό, ανισότητες και αδικίες. ‘Ήθελα να τονίσω ακριβώς τα σημεία για τα οποία είμαστε πιο υπερήφανοι. Το γυαλιστερό τέρας μας, ο τρόπος ζωής μας.»
Την ταινία μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου