γράφτηκε
στον Τοίχο
5.10.20
-
0
Comments
Γεννήθηκε στο Santo Stefano Belbo, στην επαρχία Κούνεο, στις 9 Σεπτεμβρίου 1908. Ήταν το χωριό που γεννήθηκε κι ο πατέρας του και που η οικογένεια επέστρεφε για καλοκαιρινές διακοπές καθ´έτος.
Ξεκίνησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο San Stefano Belbo, αλλά το υπόλοιπο της εκπαίδευσής του ήταν στο Τορίνο. Νεαρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία κι ανάλαβε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, διατριβή για τη ποίηση του Ουόλτ Ουίτμαν και μετέφρασε Αμερικανούς και Βρετανούς συγγραφείς, που ήταν νεοεμφανιζόμενοι στο ιταλικό κοινό.
Φανατικός αντιφασίστας, συνελήφθη το 1935 και καταδικάστηκε για κατοχή επιστολών από πολιτικό κρατούμενο. Μετά από μερικούς μήνες στη φυλακή, εστάλη εξόριστος στο Confino, στη Nότια Ιταλία (μια συνήθης καταδίκη για ενόχους μικρών πολιτικών εγκλημάτων). Ο Κάρλο Λέβι, επίσης από το Τορίνο -συγγραφέας του "Ο Χριστός Σταμάτησε Στο Έμπολι"-, εστάλη ομοίως στο Confino.
Ένα χρόνο μετά επέστρεψε στο Τορίνο κι εργάστηκε για τον αριστερό εκδότη Einaudi, ως συντάκτης και μεταφραστής. Ήταν στη Ρώμη όταν κλήθηκε από το φασιστικό στρατό, αλλά λόγω του άσθματός του πέρασε έξι μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Όταν επέστρεψε στο Τορίνο, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τις οδούς κι οι περισσότεροι από τους φίλους του είχαν φύγει για να αντισταθούν ως αντάρτες.
Φυγαδεύτηκε στους λόφους γύρω από το Serralunga Di Crea, κοντά στο Casale Monferrato και δεν πήρε μέρος σε καμία ένοπλη προσπάθεια που έγινε σε εκείνη τη περιοχή.
Μετά τον πόλεμο προσχώρησε στο ΚΚΙ κι εργάστηκε στην εφημερίδα L'Unita. Προς το τέλος της ζωής του, επισκεπτόταν συχνά το Le Langhe, περιοχή που γεννήθηκε, όπου έβρισκε μεγάλη παρηγοριά.
Εντούτοις, ερωτική απογοήτευση (από την Constance Dowling) και πολιτική απομυθοποίηση, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, στις 27 Αυγούστου 1950, έτος που κέρδισε το Βραβείο Strega για το La Bella Estate (Όμορφο Καλοκαίρι), που περιλάμβανε τρεις νουβέλες: La Tenda (1940), Il Diavolo Sulle Colline (1948) και Tra Donne Sole (1949).
Τη νύχτα που κοιμήθηκες
Ακόμα και η νύχτα σου μοιάζει,
η μακρινή νύχτα που θρηνεί
σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,
και τ' άστρα περνάνε κουρασμένα.
Ένα μάγουλο ακουμπάει σ' ένα άλλο μάγουλο -
είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος
χτυπιέται και σε παρακαλεί, μονάχος,
σκορπισμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.
Η νύχτα υποφέρει και θέλει την αυγή
φτωχή καρδιά που τρέμεις.
Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία
πυρετέ που πικραίνεις τ' άστρα,
υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ
ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.
Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα
σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.
Φτωχή καρδιά που τρέμεις
κάποτε ήσουν η αυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου