γράφτηκε
στον Τοίχο
21.10.20
-
0
Comments
Ο Γουίλ Ντυράν γεννήθηκε στο Νορθ Άνταμς της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από Γαλλοκαναδούς γονείς, τον Ζοζέφ (Τζόζεφ) Ντυράν και τη Μαίρη Άλλαρντ, οι οποίοι μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες από το Κεμπέκ.
Το 1917, στη Νέα Υόρκη, ενώ εργαζόταν πάνω στο διδακτορικό του στη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, ο Γουίλ Ντυράν έγραψε το πρώτο του βιβλίο, Η Φιλοσοφία και το Κοινωνικό Πρόβλημα. Μέσα από αυτό το βιβλίο πέρασε την ιδέα ότι η φιλοσοφία δεν είχε προοδεύσει, διότι αποφεύγονται τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας.
Έλαβε το διδακτορικό του την ίδια χρονιά από το Κολούμπια. Έγινε επίσης εκπαιδευτικός του πανεπιστημίου.
Σύντομα άρχισε την συγγραφή του ενδεκάτομου έργου του Η ιστορία του πολιτισμού (The Story of the Civilization) που των έκανε διεθνώς γνωστό.
Οι πρώτοι δέκα τόμοι δημοσιεύθηκαν στο διάστημα μεταξύ των ετών 1935–1965 και ο ενδέκατος (Η εποχή του Ναπολέοντα) το 1975 σε συνεργασία με τη σύζυγό του Άριελ Ντυράν.
Όταν το 1981 ο Ντυράν εισήχθη σε νοσοκομείο στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας των Ηνωμένων Πολιτειών, η γυναίκα του, Άριελ, πέθανε από ασιτία στις 25 Οκτωβρίου. Μόλις το έμαθε ο Ντυράν πέθανε και αυτός την 1η Νοεμβρίου του 1981, σε ηλικία 96 ετών.
Τάφηκε δίπλα στην σύζυγό του στο νεκροταφείο του χωριού Γουέστγουντ στο Λος Άντζελες. Άφησε πίσω του σημειώσεις για τον δωδέκατο τόμο του έργου του (Η εποχή του Δαρβίνου) και ένα σχεδιάγραμμα για τον δέκατο τρίτο τόμο (Η εποχή του Αϊνστάιν) που προχωρούν την Ιστορία του Πολιτισμού μέχρι το 1945.
Αποσπάσματα από το έργο του " ”ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ”
Η μεγαλύτερη λιχουδιά
Εις τας ποικίλας αυτάς κατηγορίας παντός είδους τροφών, ο άνθρωπος προσέθεσε την μεγαλύτερη λιχουδιά: τον όμοιόν του.
Είναι βέβαιον, ότι εις κάποιαν εποχήν ήτο γενική η εφαρμογή του καννιβαλισμού, τον οποίον ευρίσκομεν εις όλας σχεδόν τας πρωτογόνους φυλάς, αλλά και εις νεωτέρους σχετικώς λαούς, όπως εις τους Ιρλανδούς, τους Ίβηρας, του Πίτκους (αυτόχθονας της αρχαίας Σκωτίας) και ακόμη κατά τον 11ον αιώνα και εις τους Δανούς.
Εις πολλάς χώρας το ανθρώπινον κρέας υπήρξεν αντικείμενον εμπορίου και η κηδεία ήτο άγνωστος. Εις το Άνω Κογκό επωλούντο ελευθέρως ζωντανοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά, διά να σφαγούν και να πωληθούν έπειτα ως κρέας.
Στα νησιά της Νέας Βρετανίας το ανθρώπινον κρέας επωλείτο εις καταστήματα όμοια ακριβώς με τα ιδικά μας κρεοπωλεία, και εις μερικάς από τας νήσους του Σολομώντος επάχαιναν, όπως τους χοίρους, ανθρώπινα θύματα, κατά προτίμησιν γυναίκας, διά τας ημέρας των εορτών.
Οι Φουέγιοι εύρισκαν το γυναικείον κρέας νοστιμώτερον από το του σκύλου διότι τους εμύριζεν, όπως ο χοίρος. Εις την Ταϊτήν, ένας γέρων ιθαγενής εξήγησε εις τον Πιερ Λοτί ότι «το κρέας του λευκού ανθρώπου, καλοψημένο, έχει τη γεύσιν ώριμης μπανάνας».
Οι κάτοικοι όμως της νήσου Φίτζι παραπονούνται ότι το κρέας του λευκού έχει πολύ αλμυράν γεύσιν και είναι σκληρόν, νομίζουν δε, ότι δεν αξίζει τον κόπον να φάγουν ένα Ευρωπαίον ναυτικόν, αφού οι Πολυνήσιοι είναι νοστιμώτεροι.
(…..)
Οι πρωτόγονοι δεν ησθάνοντο εντροπήν διά την ανθρωποφαγίαν, ούτε έκαμαν διάκρισιν, εις το όνομα της ηθικής, μεταξύ του ψητού ανθρώπου και του ψητού ζώου. «Αφού σκοτώσω τον εχθρόν μου», εξηγούσε ένας Βραζιλιανός, με κάποιαν δόσιν ειρωνείας, «προτιμώ να τον φάω παρά να τον αφήσω να πάη χαμένος…
Το άσχημο δεν είναι να μας φάνε, αλλά να πεθάνουμε. Εάν με σκοτώσουν, μου είναι αδιάφορον, αν οι εχθροί μας θα με φάνε ή όχι. Εγώ όμως δεν γνωρίζω κυνήγι με νοστιμώτερη γεύσι… Σεις οι λευκοί είστε τόσο δύσκολοι”.
Η αληθινή σοφία
Τρία γεύματα την ημέραν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ προχωρημένον θεσμόν. Οι άγριοι καταβροχθίζουν αμέσως την τροφήν των ή πεινούν. Αι άγριαι φυλαί των Ινδιάνων της Αμερικής θα έκριναν ατιμωτικόν και απρεπές να διατηρήσουν την τροφή των διά την επομένην.
Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας δεν εκτελούν μίαν εργασίαν εάν το αποτέλεσμά της δεν είναι άμεσον και οι Μπουσμάνοι της Νοτίου Αφρικής γνωρίζουν ή την αφθονίαν ή τον λιμόν. Εις αυτήν την έλλειψιν προνοίας υπάρχει, όπως και εις πολλάς άλλας εκδηλώσεις της συμπεριφοράς των αγρίων, κάποια δόσις σοφίας. Ο ιθαγενής που αρχίζει να σκέπτεται διά την επαύριον, περνά από τον κήπον της Εδέμ εις την κοιλάδα της αγωνίας, και συνέχεται από την ανησυχίαν και την απληστίαν.
Εμφανίζεται το αίσθημα της ιδιοκτησίας και η ευθυμία εξαφανίζεται από τον «αμέριμνον» πρωτόγονον. «Τι σκέπτεσαι;» ηρώτησε ο Πήρυ έναν από τους Εσκιμώους οδηγούς του. «Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ. Έχω άφθονο κρέας» απήντησεν εκείνος. Το να μη σκεπτώμεθα, εφόσον δεν υπάρχει κάτι, που να μας κάνει να σκεπτώμεθα, αυτό δεν είναι η αληθινή σοφία;
Συνέπειες της ανακάλυψης της φωτιάς
Λόγω της αβεβαιότητος ανευρέσεωςς τροφής, αι κυνηγετικαί φυλαί ήσαν παμφάγοι και τα γεύματά των δεν διέφερον πολύ από τα γεύματα των πιθήκων. Η ανακάλυψις της φωτιάς περιώρισε την τυφλήν αυτήν απληστίαν και, μαζί με την γεωργίαν, εβοήθησε τον άνθρωπον να απαλλαγή από την ανάγκην της εξασφαλίσεως της τροφής του με το κυνήγι.
Με το ψήσιμο έγινε δυνατή η αφομοίωσις της κυτταρίνης και του αμύλου πολλών φυτών, που δεν μπορούσαν να φαγωθούν ωμά, και έτσι, ο άνθρωπος εστηρίχθη περισσότερον διά την διατροφήν του εις τα δημητριακά και τα λαχανικά.
Το ψήσιμο άλλωστε, επειδή διαλύει τα σκληρότερα στοιχεία των τροφών, ελαττώνει την ανάγκην της μασήσεως και προκαλεί την εξασθένησιν της οδοντοφυΐας, που είναι ένα από τα κακά του πολιτισμού.
Ο μέγας ταραξίας
Το εμπόριον ήτο ο μέγας ταραξίας του αρχαίου κόσμου, διότι προ της εμφανίσεως του εμπορίου και των συνεπειών του, δηλαδή του χρήματος και του κέρδους, δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία και η εξουσία ήτο στοιχειώδης.
Κατά τα πρώτα στάδια της οικονομικής αναπτύξεως, το ένστικτον της ιδιοκτησίας δεν υπήρχε παρά μόνον διά τα καθαρώς προσωπικά αντικείμενα της καθημερινής χρήσεως, ήτο όμως τόσον ισχυρόν ώστε, συχνά τα έθαβαν -ιδίως τα γυναίκας- μαζί με την ιδιοκτησίαν των.
(…)
Εις όλους σχεδόν τους πρωτογόνους λαούς, η γη ήτο κοινή ιδιοκτησία. Οι Ινδιάνοι της Β. Αμερικής, οι Περουβιανοί, αι φυλαί του Ινδοστάν, που ζουν εις τα όρη του Τσιταγκόγκ, οι κάτοικοι της Βόρνεο και των νήσων της Ωκεανίας, φαίνεται ότι κατείχαν και ειργάζοντο την γην από κοινού και ότι εφήρμοζαν την διανομήν της συγκομιδής.
«Η γη –λέγουν οι Ινδιάνοι Ομάχα της Β. Αμερικής- είναι όπως το νερό και ο άνεμος, που δεν μπορούν να πωληθούν». Εις την Σαμόα, προ της αφίξεως των Ευρωπαίων, η αγοραπωλησία της γης ήτο ακατανόητος.
Η κοινοκτημοσύνη των μέσων διατροφής ήτο επίσης διαδεδομένη. Είναι σύνηθες εις τους «αγρίους» να βλέπης τον άνθρωπον που διαθέτει κάτι φαγώσιμον να το μοιράζεται με εκείνον που δεν έχει τίποτε, να βλέπης φιλοξενουμένους τους ταξιδιώτας εις όποιο σπίτι σταματήσουν, και λαούς, που προσεβλήθησαν από την ξηρασία να συντηρούνται από τους γείτονάς των. (…)
Όταν ο Τέρνερ συζητούσε με έναν Σαμοανόν διά τους πτωχούς του Λονδίνου, ο άγριος τον ηρώτησε κατάπληκτος: «Πώς είναι δυνατόν; Δεν τρώγουν τίποτα; Δεν έχουν φίλους σπίτι; Πού μεγάλωσαν οι άνθρωποι αυτοί, οι φίλοι των δεν έχουν σπίτια;».
Ο Ινδιάνος που πεινά, δεν έχει παρά να ζητήση. Οι άλλοι, που έχουν, κάτι θα του δώσουν να φάγη εφόσον έχει ανάγκην. «Κανείς δεν πρέπει να στερήται τροφής, εφόσον υπάρχει σιτάρι εις την πόλιν».
Εις τους Οττεντότους, (φυλή νέγρων της Ν. Αφρικής), επεκράτει η συνήθεια να μοιράζωνται εξίσου τα αγαθά.
Οι Ευρωπαίοι, που εταξίδευσαν εις την Αφρικήν, προ της εισαγωγής του πολιτισμού, αναφέρουν, ότι «τρόφιμα ή άλλα αντικείμενα που έδιδαν εις ένα “μαύρον” διενέμοντο αμέσως εις τους συντρόφους του. Αν έδιδαν μίαν πλήρη ενδυμασίαν, θα έβλεπαν εντός ολίγου το καπέλο εις το κεφάλι του ενός, το παντελόνι εις τα πόδια του άλλου και το σακάκι εις την ράχην ενός τρίτου».
Ο Εσκιμώος κυνηγός δεν έχει δικαίωμα αποκλειστικότητος εις το θήραμά του, αλλά πρέπει να το μοιρασθή με τους άλλους κατοίκους του χωριού, και τα εργαλεία όπως και τα τρόφιμα, είναι κοινή ιδιοκτησία.
ΓΟΥΙΛ ΝΤΥΡΑΝ ”ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ”
Μετάφρασις: ΑΝΔΡ. ΦΡΑΓΚΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου