γράφτηκε
στον Τοίχο
12.2.21
-
0
Comments
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1888 στην Πύλο της Μεσσηνίας από εύπορη οικογένεια της περιοχής. Ο πατέρας του τον έστειλε στην Αθήνα για να σπουδάσει Οικονομικά, αλλά ο νεαρός Κωστής έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Γράφτηκε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο και το 1906 είχε την πρώτη επιτυχία, καθώς κατέκτησε την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς στους Πανελληνίους Αγώνες με επίδοση 2.83 μ.
Αμέσως, όμως, έρχεται και η πρώτη απογοήτευση, όταν στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας, τον ίδιο χρόνο, κατετάγη 6ος στο ύψος άνευ φοράς με 1.30 μ, ενώ στο μήκος άνευ φοράς αποκλείστηκε στον προκριματικό.
Σφίγγει τα δόντια, δουλεύει σκληρά και το 1907 κατακτά τρία χρυσά μετάλλια στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης: στο άλμα εις ύψος με 1.65 μ., στο ύψος άνευ φοράς με 1.40 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.14 μ. Την επόμενη χρονιά έρχεται η μεγάλη διάκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, όταν κερδίζει δύο αργυρά μετάλλια: στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ. και στο μήκος άνευ φοράς με 3.25 μ.
Ο Τσικλητήρας ήταν ψηλός (1.92 μ.) με θαυμάσια αλτικότητα, που οφειλόταν στα δυνατά του πόδια και στο εκπληκτικό «σπάσιμο» της μέσης του.
Ιδού, πως τον περιγράφει ο ανταποκριτής της εφημερίδας Χρόνος στο Λονδίνο και γνωστός λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου:
"...Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη.
Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν. Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον.
Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια".
Ο Τσικλητήρας επανέλαβε το κατόρθωμα του Λονδίνου τέσσερα χρόνια αργότερα. Στους Ολυμπιακούς της Στοκχόλμης το 1912 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3.37 μ. (παγκόσμιο ρεκόρ του ιδίου με 3.47 μ. από την 1η Απριλίου) και χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς με 1.55 μ., αφού χρειάστηκε να δώσει σκληρή μάχη και στα δύο αγωνίσματα με τους αδελφούς Άνταμς από τις ΗΠΑ.
Ο Τσικλητήρας επέστρεψε τροπαιούχος στην Αθήνα, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή, ενώ διθυραμβικά ήταν και τα σχόλια του Τύπου.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του, ξέσπασε ο A’ Βαλκανικός Πόλεμος. Χιλιάδες Έλληνες κατετάγησαν στο στρατό και ακόμη περισσότεροι ομογενείς κατέφθασαν ως εθελοντές. Κόσμος ερχόταν από την Αμερική για να συμμετάσχει στον πατριωτικό αγώνα.
Από αυτή την προσπάθεια δεν μπορούσε να λείπει το αγαπημένο παιδί της Ελλάδας, ο χρυσός ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας. Κατατάχτηκε αμέσως, με μεγάλο ζήλο. Δεν έβλεπε την ώρα να υπηρετήσει στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα.
Όμως, οι ανώτεροί του δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή ενός ινδάλματος του ελληνικού λαού. Το 1916 θα διεξάγονταν πάλι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ελληνική κυβέρνηση προόριζε τον Τσικλητήρα για άλλο ένα χρυσό μετάλλιο. Δεν μπορούσαν να θυσιάσουν στο πεδίο της μάχης, αυτό το σπουδαίο ταλέντο, ένα από τα ελάχιστα που είχε η Ελλάδα. Οι εντολές έρχονταν από τον πρίγκιπα Νικόλαο. Προσπάθησαν να τον στείλουν στα μετόπισθεν για να μην κινδυνεύσει η ζωή του.
Ο Κωστής δεν υπάκουσε. Ντρεπόταν να μείνει πίσω όταν τ΄ αδέλφια του βρίσκονταν στο μέτωπο. Ήθελε να πολεμήσει για την πατρίδα του και το φώναζε με κάθε τρόπο. Αρνήθηκε να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφερε να πολεμήσει. Οι αξιωματικοί τον τοποθετούσαν πάντα μακριά από τις μάχες. Του ανέθεταν να συνοδεύει αιχμαλώτους και όποια άλλη δουλειά εξασφάλιζε την απουσία του απ’ το μέτωπο.
Η οικογένειά του ανησυχούσε και τον συμβούλευε να δεχτεί τις συστάσεις των αξιωματικών και να γυρίσει στην Αθήνα. Μέχρι και ο Μπενάκης, που ήταν φίλος της οικογένειας Τσικλητήρα, του είχε προτείνει να εργαστεί στις επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο για να τον κρατήσει μακριά απ’ τον πόλεμο.
Σε γράμμα προς τη μητέρα του, ο Κωστής εκμυστηρεύτηκε γι’ άλλη μια φορά ότι ντρεπόταν να γυρίσει στην Αθήνα. Ο κόσμος τον αναγνώριζε και τον ρωτούσε γιατί δεν ήταν στο πεδίο της μάχης. Με σχετική ειρωνεία σχολίασε ότι οι ευχές της μητέρας του εισακούστηκαν, διότι τον έκαναν λοχία σιτιστή και αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μακριά απ’ τον κίνδυνο.
Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με τις εξελίξεις. Ένιωθε ότι είχε χρέος να υπηρετήσει την πατρίδα του και τον προσέβαλε η συμπεριφορά των ανώτερων. Δεν ήθελε να του φέρονται διαφορετικά επειδή ήταν Ολυμπιονίκης.
Το Δεκέμβριο ο Κωστής Τσικλητήρας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Με βαριά καρδιά είχε υπακούσει τις εντολές, επειδή οι γονείς του κόντευαν να τρελαθούν απ’ την έγνοια τους.
Όμως, ήταν πολύ αργά. Ο Κωστής είχε ήδη προσβληθεί από το μικρόβιο της μηνιγγίτιδας. Αρρώστησε βαριά και πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου.
Ήταν μόλις 25 ετών.
O Τσικλητήρας τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Πατρών. Πάνω στην πλάκα τοποθετήθηκαν οι πέντε κύκλοι, το έμβλημα των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1963 διοργανώθηκαν για πρώτη φορά οι Αγώνες Στίβου Τσικλητήρεια που φέρουν το όνομα του αθλητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου