γράφτηκε
στον Τοίχο
1.3.21
-
0
Comments
Μέσα σε λίγες ημέρες μπήκε η άνοιξη στη Γερμανία. Μαζί της ξεχύθηκε ο κόσμος στα πάρκα για να συναντήσει τον ήλιο και να βρεθεί σε πιο ζεστές θερμοκρασίες. Αυτές τις ημέρες η αστυνομία έχει πολλή δουλειά, γιατί θα πρέπει να επαναφέρει στην τάξη όσους δεν φορούν την μάσκα ή βρίσκονται κοντά με πολλούς άλλους.
Η Γερμανία βιώνει το δεύτερο εαρινό λοκντάουν. Το πρώτο πριν από ένα χρόνο ήταν σαν μια «θεόσταλτη παρηγοριά» για την αποχή από την κανονική ζωή, για τις ελλείψεις και τους περιορισμούς, όπως είχε πει τότε ο Στέφαν Γκρίνεβαλντ, ψυχολόγος, ερευνητής τάσεων και πολιτικός σύμβουλος. Η άνοιξη 2021 επενεργεί διαφορετικά.
Οι ακραίες θέσεις αποπροσανατολίζουν
O Γκρίνβαλντ κάνει συχνά συνεντεύξεις για έρευνες στο Ινστιτούτο Ράινγκολντ. «Η ατμόσφαιρα έχει ανατραπεί» λέει για σήμερα. «Οι άνθρωποι αισθάνονται καταβεβλημένοι, θέλουν να βγουν έξω, να ανοιχτούν σε άλλες εκφάνσεις της ζωής, αλλά το λοκντάουν τους κρατά δέσμιους μέσα» λέει. «Καθήκον της πολιτικής τώρα είναι να διαμορφώσει την κατάσταση με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκύψουν αναρχικές συνθήκες. Ενώ το πρώτο λοκντάουν πρόσφερε σε πολλούς την ευκαιρία να ασχοληθούν με δουλειές στο σπίτι που είχαν αφήσει, αυτήν τη φορά ο κατάλογος με δουλειές είναι κενός, ο ελεύθερος χρόνος μετατράπηκε σε κούφιο χρόνο.
Η καθημερινότητα κυλά σαν μια ατέλειωτη ταινία, αλλά αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι είναι αιτιολογημένες προοπτικές». Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Τον Νοέμβριο μπήκε η χώρα σε λοκντάουν, που παρατάθηκε τον Δεκέμβριο, μετά τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο, και τώρα τον Μάρτιο. «Πετάμε από κλαδί σε κλαδί χωρίς συγκεκριμένο στόχο» σχολιάζει επικριτικά ο εντατικολόγος Ούβε Γιάνζενς σε συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο ntv. Ο Γιάνζενς είναι επίσης γενικός γραμματέας της Γερμανικής Εταιρείας Εντατικολογίας και Εντατικής Ιατρικής.
Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται πιο χαρούμενος, αφού το υγειονομικό σύστημα δεν έφτασε σε κρίσιμο σημείο. Όμως πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι υπάρχει ανάγκη για λήψη δράσης. Τους περασμένους μήνες η κεντρική Γερμανία μετατράπηκε σε hotspot της πανδημίας. Ιδιαίτερα εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Όμως σφυγμομέτρηση του δημόσιου δικτύου MDR κατέγραψε κλίμα αβεβαιότητας. Τα 2/3 των ερωτηθέντων δήλωσαν δυσαρεστημένοι με την πολιτική διαχείριση της πανδημίας. Εκείνο που λείπει, όπως φαίνεται, είναι κυρίως σχέδιο και προοπτική, ενώ η διάθεση τήρησης των μέτρων μειώθηκε.
Ο Γκρίνεβλαντ υποστηρίζει ότι η πολιτική επικοινωνία έχει βγει εκτός ελέγχου. Από τη μια επικλήσεις για γρήγορα βήματα εξόδου, από την άλλη οι φωνές εκείνων που ζητούν χρονική παράταση των μέτρων, μέχρις ότου ο αριθμός των λοιμώξεων σχεδόν μηδενιστεί. «Ακραίες θέσεις αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, οι στόχοι πρέπει να είναι εφικτοί, ειδάλλως αφήνουν αρνητικά αισθήματα ότι δεν πρόκειται να βγει κανείς από τη μιζέρια».
Δεν υπάρχει κοινό σχέδιο ανοίγματος
Ο Γερμανός ψυχολόγος σκιαγραφεί μια διχασμένη κοινωνία, ως αποτέλεσμα «μιας βεβιασμένης επικοινωνίας φόβου». Ορισμένους τους οδήγησε σε μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, άλλοι αντιδρούν με εσωτερική αδιαφορία, τα νούμερα λένε είναι φοβερά, αλλά εγώ είμαι εν δυνάμει απρόσβλητος, ο κορωνοϊός χτυπά άλλους, όχι εμένα. Οι πολιτικοί εξαρτώνται από τη συναίνεση για την εφαρμογή των μέτρων και συχνά η καγκελάριος Μέρκελ στις ομιλίες της κάνει αναφορά σε αυτό, είτε επιδοκιμάζοντας, είτε παρακαλώντας, κάποτε ακόμα και προειδοποιώντας.
Ο Γκρίνεβαλντ διαπιστώνει ότι πολλοί βρίσκονται σε μια κατάσταση που περιγράφεται ως «ακαμψία ανοχής γραφειοκρατικού τύπου». Αλλά για να ενθαρρυνθούν οι Γερμανοί και να συμβάλουν στην εφαρμογή των μέτρων αναλαμβάνοντας το δικό τους μερίδιο ευθύνης, θα πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο ανοίγματος, όχι μόνο ως προς το πότε, αλλά και ως προς το πώς, «Σαφήνεια και αποδοχή είναι επίσης πολύ σημαντικά στοιχεία» σημειώνει ο Γκρίνβαλντ έχοντας κατά νου την επόμενη συνάντηση της Μέρκελ με τους τοπικούς πρωθυπουργούς στις 3 Μαρτίου. Αλλά οι συζητήσεις που γίνονται εν όψει αυτής της συνάντησης δεν συγκλίνουν, δεν μπορεί κανείς να βγάλει ένα συμπέρασμα από τα λεγόμενα. Άλλα κρατίδια έχουν επεξεργαστεί ήδη σταδιακό σχέδιο ανοίγματος με βάση τα κρούσματα. Άλλα θέλουν να συμπεριληφθούν περισσότερα κριτήρια, όπως οι αντοχές του συστήματος υγείας ή ο ρυθμός εμβολιασμού.
Εκτός αυτών υπάρχουν κι άλλες απόψεις, όπως των επικεφαλής των υγειονομικών κέντρων του Βερολίνου, που μεταξύ άλλων θεωρούν ότι δεν είναι ο αριθμός των κρουσμάτων το κριτήριο, αλλά οι δυνατότητες και η ετοιμότητα για τεστ. Ο ρυθμός εμβολιασμού στη Γερμανία δεν είναι τόσο γρήγορος, όσο στη Βρετανία, όπου ένας στους τρεις έχει ήδη εμβολιαστεί. Ο κίνδυνος ενός τρίτου κύματος είναι υπαρκτός.
Η ανησυχία στην καγκελαρία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μεγάλη. Γι αυτό και η κυβέρνηση θέλει να συνεχίσει την προσεκτική πολιτική της. «Ό,τι ανοίγουμε, θέλουμε να το κρατήσουμε ανοιχτό, μια χαλάρωση των μέτρων που στη συνέχεια θα ανακαλέσουμε, δεν τη θέλει κανείς» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Δεν ηχεί σαν να επίκειται γρήγορο άνοιγμα. Εξάλλου η άνοιξη μόλις άρχισε.
Κάι – Αλεξαντερ Σολτς
Επιμέλεια: Ειρήνη Αναστασοπούλου
in
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου